Παράθυρο μέ πέτρινο πλαίσιο στήν ὁδό Ἀντίκα. Τυπική εἶναι ἡ σιδεριά μέ ρόδακες καί λόγχη κατά τά πρότυπα τῆς Κωνσταντινούπολης. |
Καμπυλόσχημο ἀέτωμα μέ ἐσοχή κατά τά πρότυπα τῆς Βόρειας Θράκης σέ κατοικία τῆς ὁδοῦ Ὑδραγωγείων. |
Ἀνακαινισμένο κονάκι μακεδονικῆς ἀρχιτεκτονικῆς στή συνοικία Μητροπόλεως. Χαρακτηριστικά εἶναι τά δύο σαχνισιά πού καταλαμβάνουν ὅλον σχεδόν τόν ὄροφο. |
Ρόπτρο σέ λαϊκό σπίτι τῆς Ξάνθης. Εἶναι ὅμοιο μέ ἀντίστοιχα πού συναντῶνται σέ ὅλη σχεδόν τήν Ἐγγύς Ἀνατολή. |
Τυπικό κονάκι μέ δύο πτέρυγες καί λιακωτό κατά τά πρότυπα τῆς Μακεδονίας στή συνοικία Μητροπόλεως. |
Τμῆμα κατοικίας λαϊκοῦ ὕφους χρονολογούμενης ἀπό τό πρῶτο μισό τοῦ 19ου αἰώνα. |
Τυπική κατασκευή μικρῆς κατοικίας μέ τετράριχτη στέγη σχεδιασμένη ἀπό τόν Ράλλη Κοψίδη. |
Καταστήματα κατασκευασμένα κατά τά τέλη τοῦ 19ου αἰώνα ἀπό Ἠπειρῶτες τεχνίτες στήν κεντρική ἀγορά τῆς Ξάνθης, ἔξω ἀπό τήν Παλιά Πόλη. Σκίτσο τοῦ Ράλλη Κοψίδη. |
Καμπυλόμορφο ἀέτωμα μέ δυτικές ἐπιδράσεις καί μέ χρήση κόκκινου τούβλου στήν ὁδό Λευκοῦ Πύργου. |
Χρήση τοῦ γκρίζου γρανίτη τῆς Ροδόπης ὡς κύριου στοιχείου τῆς κατασκευῆς καί τῶν διακοσμήσεων. |
Τυπική διάταξη συνεχόμενου σαχνισιοῦ σέ ὄροφο κατοικίας (ὁδός Μάρκου Μπότσαρη). |
Λαϊκή ζωγραφική στήν πλευρά κάρου σύμφωνα μέ τά βαλκανικά πρότυπα. ( Ὑδατογραφία τοῦ Ράλλη Κοψίδη). |
Λιθανάγλυφο σέ ὑπέρθυρο καταστήματος. (Σκίτσο τοῦ Ράλλη Κοψίδη). |
Ἄλλος τῦπος κατοικίας τῆς ὀργανωμένης δόμησης στόν νέο Ἀστικό συνοικισμό. (Φωτογραφία τοῦ 2006). |
Μαστοριά καί μεράκι: λαϊκή παράδοση καί λαϊκότητα
Ἡ πόλη ἀνοικοδομεῖται τόν 19ο αἰῶνα ἀκολουθῶντας, σέ μεγάλο βαθμό, τά καθιερωμένα πρότυπα τῆς "ἀρχοντικῆς" ἀρχιτεκτονικῆς τῆς Βόρειας καί τῆς Κεντρικῆς Ἑλλάδας. Σέ πλήρη ἀντίθεση μέ τή στέρηση καί τή φτώχεια τῶν προηγούμενων τρομερῶν αἰώνων, οἱ πλούσιοι πλέον ἔμποροι καί ναυτικοί νοικοκυραῖοι ἀνοικοδομοῦν, μετά τόν 18ο αἰῶνα, τά σπίτια τους μέ τρόπο πού ὑπερβαίνει τίς ἁπλές στεγαστικές ἀνάγκες. Οἱ μακραίωνες αἰσθητικές παραδόσεις τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀναδύονται καί πάλι καί ἐμφανίζονται ὡς ἐπιλογές τῶν εὐπόρων νέων ρωμαίικων ἀστικῶν στρωμάτων, ἐκφραζόμενες βέβαια σύμφωνα μέ τίς αἰσθητικές ἀντιλήψεις καί τούς τρόπους τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς, τῆς Δύσης, ἀλλά καί τῆς εὐρύτερης Ἀνατολῆς. Εἶναι σημαντικό καί ἐπίκαιρο τό γεγονός ὅτι ἡ ἀνερχόμενη νέα ρωμαίικη καί ἐμπορευματική τάξη, –παρ’ ὅλη τή γοητεία πού αἰσθάνεται γιά τόν μεγάλο ἀστικό πολιτισμό τῶν Εὐρωπαίων καί τόν δυτικό εὐρωπαϊκό πολιτισμό–, παραμένει προσηλωμένη στή μακραίωνη παράδοση τοῦ βυζαντινοῦ κόσμου καί στήν Ἀνατολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Οἱ πλούσιοι ἔμποροι ζητοῦν τή συνεργασία τῶν λαϊκῶν μαστόρων, οἱ ὁποῖοι ἐνσωματώνουν στήν πλούσια παράδοσή τους τούς τρόπους καί τίς ἀντιλήψεις πού ἔρχονται ἀπό Ἀνατολή καί Δύση, δημιουργώντας μία ὑβριδική ἀρχιτεκτονική.
Ἡ Παλιά Ξάνθη εἶναι γεμάτη ἀπό λαϊκές βαλκανικές κατοικίες, χάνια, μαγαζιά, ρωμαίικες ἐκκλησίες τῆς τελευταίας ὀθωμανικῆς περιόδου καί ἀρχοντικά τῶν ἐμπόρων τοῦ καπνοῦ, πού θέλουν νά ἐντυπωσιάσουν ἐπιδεικνύοντας χλιδή καί πλοῦτο σάν ἐπιβεβαίωση τῆς ὑπέρβασης τῆς παλιᾶς τους φτώχειας.
Ὡστόσο, ἡ σύγκριση μέ τά χρονικά προηγούμενα παραδείγματα τῶν πόλεων τῆς Ἠπείρου, τῆς Μακεδονίας καί τῆς Θεσσαλίας εἶναι σχετική, ἀφοῦ ἡ ἀνοικοδόμηση τῆς Ξάνθης ἀκολουθεῖ τά πρότυπα αὐτά μέ καθυστέρηση ἑνός αἰῶνος. Αὐτό ὀφείλεται στήν καταστροφή τῆς πόλης τό 1829, ἀλλά καί εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς γεωγραφικῆς ἐγγύτητας τῆς πόλης εἰδικότερα καί τῆς Θράκης γενικότερα πρός τό κέντρο τῆς δύναμης τῶν κατακτητῶν Ὀθωμανῶν Τούρκων, τῶν ὁποίων ἡ κυριαρχία στή Θράκη ἦταν καταθλιπτική.
Ἡ ἀνοικοδόμηση τῆς πόλης πού ξεκινᾶ ἀμέσως μετά τό 1929 καί ἐπιταχύνεται κατά τήν περίοδο 1870-1910 πραγματοποιεῖται σέ μεγάλο βαθμό ἀπό ὁμάδες μαστόρων πού ξεκινοῦν ἀπό τή Μακεδονία, τήν Ἤπειρο καί τή Βόρεια Θράκη[i].
Ὁ μάστορας εἶναι αὐτός πού γνωρίζει καλά μία πρακτική τέχνη καί ἀσχολεῖται μ’ αὐτήν ἐπαγγελματικά. Ἡ λέξη εἶναι βυζαντινή (μαΐστωρ, μαγίστωρ ἀπό τό λατινικό magister). Ὁ μάστορας ἀποκτᾶ τόν τίτλο του μετά ἀπό μακροχρόνια μαθητεία σέ ἄλλο μάστορα. Ἡ μαθητεία ἀρχίζει ἀπό τήν παιδική ἠλικία. Ὁ ἀρχιμάστορας διευθύνει ὁμάδα μαστόρων καί βοηθῶν (τσιράκια καί καλφάδες). Ὁ ἀρχιμάστορας ἔχει τέτοια γνώση τῆς τέχνης του, ὥστε μπορεῖ νά καθοδηγήσει καί νά κατασκευάσει ἕνα σύνθετο ἔργο, γιά τό ὁποῖο χρειάζεται πολλή ἐργασία ἀπό πολλούς μαστόρους.
Ὁ θεσμός τῆς συνεργασίας καί τῆς ὀργάνωσης τῶν μαστόρων, δηλαδή ὁ θεσμός τῶν συντεχνιῶν ἤ τῶν συναφιῶν, ξεκινᾶ ἀπό πολύ παλιά καί συνεχίζεται κατά τήν Τουρκοκρατία. Τό σινάφι περιλαμβάνει ὅλους τούς μαστόρους μιᾶς συγκεκριμένης εἰδικότητας καί διοικεῖται ἀπό τούς ἀρχιμάστορες πού ἐκλέγονται σέ συνέλευση διά βοῆς. Οἱ Τοῦρκοι ἀνέχθηκαν τά σινάφια, ἀφοῦ τούς χρησίμευαν καί τούς βοηθοῦσαν στήν εἴσπραξη τῶν φόρων. Τά σινάφια γίνονται πλέον καί μεγάλες συσσωματώσεις καί ἀποβλέπουν στήν ἀποδοτικότερη παραγωγή. Ὁλόκληρα χωριά ἤ περιοχές ἐξειδικεύονται στήν παραγωγή καί τήν ἀπασχόληση. Ὅπως ἡ Στεμνίτσα γίνεται τό κέντρο τῆς μεταλλοτεχνίας, ἡ Καστοριά τῆς γουναρικῆς, ἡ Δημητσάνα τοῦ μπαρουτιοῦ, στήν Ἤπειρο καί στή Δυτική Μακεδονία χωριά καί περιοχές ἐπιδίδονται στήν οἰκοδομική. Τά σινάφια τῶν οἰκοδόμων λέγονται στήν Ἤπειρο καί στή Δυτική Μακεδονία κουδαραῖοι καί στή Θράκη δουλγκέρηδες.
Ὡστόσο, δέν γνωρίζουμε ποιοί κτίσαν τήν Ξάνθη. Οὔτε γνωρίζουμε ἄν τά σημαντικά κτήρια ἔγιναν μετά ἀπό σχέδια ἀρχιτεκτόνων.
Ὅσο γιά τή μαστοριά, τή δεξιοτεχνία περί τά τεχνικά, αὐτή, πέρα ἀπό ἐπαγγελματική προϋπόθεση, ἔχει σχέση καί μέ τό μεράκι– καί τοῦ μάστορα καί αὐτοῦ πού τόν πληρώνει.
Χαρακτηριστικό στοιχεῖο τῆς λαϊκῆς ἀρχιτεκτονικῆς στήν Ξάνθη εἶναι τό λεγόμενο σαχνισί. Τό σαχνισί ἀποτελεῖ προέκταση τοῦ ὀρόφου, ἤ τμήματος τοῦ ὀρόφου ἑνός κτίσματος, πού συνήθως εἶναι κατοικία. Ἡ ἐπέκταση αὐτή ὑποστηρίζεται ἀπό ξύλινα στηρίγματα. Ἡ λέξη σαχνισί εἶναι περσική καί σημαίνει τόν θρόνο τοῦ βασιλιᾶ.
Τό σαχνισί συναντᾶται πολύ συχνά στή βυζαντινή ἀρχιτεκτονική, ὅπως καί μέ ἄλλη μορφή στή Δυτική Εὐρώπη (ἔρκερ). Ὡστόσο, στήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία ἔλαβε τεράστια διάδοση γιά λόγους πού μᾶλλον εἶναι κοινωνικοί. Ὁ ἀποκλεισμός τῆς γυναίκας ἀπό τήν ἀνοικτή κοινωνική ζωή καί ἡ εσωστρέφεια τῶν Τούρκων, ὑποχρέωσαν τή νοικοκυρά νά ἀναζητᾶ κάποια ψυχαγωγία μέ τήν ἐπαφή μέ τά τεκταινόμενα στό δρόμο καί στήν ἄμεση γειτονιά τῆς κατοικίας. Τό σαχνισί προσφέρει ἕνα εἶδος στεγασμένου καί καλυμμένου μπαλκονιοῦ, ὅπου τό φῶς καί ὁ ἥλιος εἰσέρχονται χωρίς ἐμπόδια. Τό σαχνισί δίνει δυνατότητα εὐρύτερης θέας καί ἐπιτρέπει στή νοικοκυρά καί τά ἄλλα μέλη τῆς οἰκογένειας νά περνοῦν τίς ἐλεύθερες ὧρες τους εὐχάριστα. Τά καφασωτά καλύμματα στά παράθυρα ἐμποδίζουν τά βλέμματα τῶν ξένων. Στούς χριστιανικούς μαχαλάδες εἶναι χαρακτηριστική ἡ ἔλλειψη τῶν καφασωτῶν στά παράθυρα. Τό σαχνισί συναντᾶται κατά κόρον σέ κτίσματα τῆς λαϊκῆς παραδοσιακῆς ἀρχιτεκτονικῆς στά Βαλκάνια καί στή Μικρά Ἀσία ἀπό τόν 12ο μέχρι τόν 19ο αἰῶνα, σέ τέτοιο βαθμό, πού ἀποτελεῖ ἴσως τό κύριο ἀρχιτεκτονικό στοιχεῖο στούς παραδοσιακούς οἰκισμούς τῆς Αὐτοκρατορίας. Συναντοῦμε διάφορες μορφές καί μεγέθη σαχνισιῶν –ἁπλά, διπλά, μέ διαφορετικό βάθος κατά τμήματα καί ἄλλα– καί εἶναι δυνατό ἐπίσης γιά ἕνα κτίσμα νά διαθέτει δύο ἤ περισσότερα σαχνισιά σέ συμμετρική ἤ μή διάταξη.
Συναντῶνται ἐπίσης στήν Ξάνθη στοιχεῖα τῆς κατά παράδοση ἑλληνικῆς λαϊκῆς τέχνης.
Στή λαϊκή τέχνη τοῦ ἑλληνικοῦ χώρου κατά τόν 18ο καί 19ο αἰῶνα ἐμφανίζεται ἕνα ἀπό τά κύρια προβλήματα τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ. Ἐννοοῦμε τήν ἐπίδραση καί τήν ἀναμέτρηση μέ τό πολιτισμικό περιβάλλον τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης, δηλαδή τήν ἐπίδραση τῆς εὐρωπαϊκῆς αἰσθητικῆς στή μακραίωνη παράδοση τῆς ἑλληνικῆς τέχνης.
Ἰδιαίτερα ἐνδιαφέροντα εἶναι τά λιθανάγλυφα πού συναντῶνται σέ κατασκευές τῶν Ἠπειρωτῶν μαστόρων (κατάστημα στήν ὁδό Παλαιολόγου, ἀρχοντικό στήν πλατεῖα Ματσίνη, ἐρειπωμένη κατοικία στήν ὁδό Ἐλ. Βενιζέλου).
Ἀκόμη, στήν Παλιά Ξάνθη ὑπάρχουν δείγματα τῆς ἐργασίας ζωγράφων πού ἀφοροῦν κυρίως ζωγραφικές διακοσμήσεις ἀρχοντικῶν, γιά τά ὁποῖα τό μεράκι τῶν πλούσιων κτιτόρων τους δέν ἐμποδίστηκε ἀπό τό οἰκονομικό κόστος. Ἔτσι, οἱ πλούσιοι ἔμποροι μετακάλεσαν ζωγράφους τῆς Κεντρικῆς Εὐρώπης, οἱ ὁποῖοι διακόσμησαν τά ἐντυπωσιακά ἀρχοντικά τους. Λίγα εἶναι τά παραδείγματα αὐτά καί κυρίως ἀφοροῦν τό ἀρχοντικό Μεταξᾶ στήν ὁδό Μάρκου Μπότσαρη καί τά δύο ἐν σειρᾶ ἀρχοντικά Κουγιουμτζόγλου στήν ὁδό Ἀντίκα. Πρόκειται γιά ζωγραφική διακόσμηση εἰκονική καί ἀνεικονική τοῦ ὕφους τῆς Κεντρικῆς Εὐρώπης στήν ὄψιμη ρομαντική ἔκφρασή της.
Ὁ χαρακτῆρας τῆς πόλης εἶναι ὁπωσδήποτε λαϊκός ὅπως μεταφέρεται ἀπό τούς ἀγρότες τῆς περιφερείας καί τούς μικροεπαγγελματίες καί ἐργάτες πού εἶναι ἐγκατεστημένοι σ’ αὐτήν. Ἡ ἔλευση τῶν προσφύγων πλουτίζει μέ νέες ποικιλίες τόν λαϊκό χαρακτῆρα τῆς πόλης. Χιλιάδες εἶναι οἱ μικροεπαγγελματίες καί οἱ ἐργάτες πού καταφθάνουν ἀπό τήν Ἑλληνική Ἀνατολή. Ἡ ἀποκατάσταση τῶν προσφύγων δημιουργεῖ στήν Ξάνθη νέες συνοικίες, ἀφοῦ ὁ πληθυσμός διπλασιάζεται. Περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη ἐποχή ἡ λαϊκότητα χαρακτηρίζει τήν πόλη καί αὐτό εἶναι σημαντικό γιατί ἡ λαϊκότητα εἶναι φορέας καί κιβωτός λαϊκοῦ πολιτισμοῦ καί παράδοσης.
[i] Οἱ ὁμάδες τῶν οἰκοδόμων, τά μπουλούκια, ξεκινοῦσαν ἀπό τά χωριά τους μετά τίς Ἀποκριές γιά νά δουλέψουν σέ μακρινούς τόπους. Κανονικά ἡ ἀποδημία διαρκοῦσε μέχρι τόν Δεκέμβριο, ὅταν ἐπιστρέφαν στά χωριά τους γιά νά φροντίσουν τά σπίτια τους καί νά καλλιεργήσουν τά χωράφια. Τέτοια μπουλούκια κουδαραίων πρέπει νά ἔκτισαν πολλά ἀπό τά σπίτια καί τά ἐργοστάσια τῆς Ξάνθης. Φαίνεται μάλιστα ὅτι ἀρκετοί Ἠπειρῶτες καί Μακεδόνες μπουλουκτζῆδες ἐγκαταστάθηκαν μόνιμα στήν πλούσια Ξάνθη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου