Πέμπτη 14 Μαρτίου 2024

Πόλη της Ξάνθης: κτηριακός πλούτος

  

Η ανοικοδόμηση της πόλης της Ξάνθης γίνεται σε τέσσερις φάσεις:

α.   Από το 1829 μέχρι περίπου το 1860, όταν ανεγείρονται οι εκκλησίες, πολλές κατοικίες και τα κονάκια των Χριστιανών και των Μουσουλμάνων. Την εποχή αυτή σχηματοποιούνται και οι συνοικίες της πόλης.

β.   Από το 1860 μέχρι το 1912, όταν η πόλη επεκτείνεται στην πεδινή περιοχή έξω από τα όρια της βυζαντινής Ξάνθειας προς τη σημερινή Κεντρική Πλατεία και ανεγείρεται η βιομηχανική και βιοτεχνική περιοχή του καπνού . Την ίδια εποχή ανεγείρονται τα εκλεκτικιστικά και νεοκλασικά αρχοντικά των εμπόρων.


Άποψη της πόλης προς Βορρά πριν τη διευθέτηση του Κόσσινθου σε νέα κοίτη, περί το 1914

γ.   Κατά τον Μεσοπόλεμο, όταν δημιουργούνται οι προσφυγικοί συνοικισμοί.

Άποψη της πόλης κατά τον μεσοπόλεμο μετά τη ραγδαία ανάπτυξή της

δ.   Μετά το 1960 και κυρίως μετά το 1974, όταν πολυκατοικιοποιούνται οι συνοικίες της Νέας Πόλης.

Σχηματικά μπορούμε να κατατάξουμε τα κτίσματα στην πόλη της Ξάνθης σε μερικές κατηγορίες:

1.     Κτίσματα λαϊκής αρχιτεκτονικής. Απλή μονώροφη ή διώροφη κατοικία με ή χωρίς περίκλειστη αυλή, που στις μουσουλμανικές γειτονιές παρουσιάζει εσωστρέφεια. Στον όροφο συνήθως διαθέτει χαγιάτι γύρω, από το οποίο διατάσσονται τα δωμάτια. Στο ισόγειο συνήθως υπάρχει αποθήκη και χώροι για τις εργασίες του σπιτιού ή για την ξήρανση του καπνού. Η κατασκευή γίνεται με απλά παραδοσιακά μέσα και είναι από πέτρα στο ισόγειο και τσατμά τον όροφο. Εκτός από τις παραδοσιακές κατοικίες, υπάρχουν και κατοικίες κτισμένες από Ηπειρώτες μαστόρους. Αυτές είναι στέρεες κατασκευές από πέτρα, τον άφθονο γρανοβιορίτη της περιοχής. Σημαντικό αρχιτεκτονικό χαρακτηριστικό στην πόλη της Ξάνθης, όπως και σε όλη την Ανατολή, αποτελεί το σαχνισί. Το σαχνισί είναι προέκταση του ορόφου ή τμήματος του ορόφου ενός κτίσματος. Η επέκταση αυτή υποστηρίζεται από ξύλινα στηρίγματα.

2.     Κονάκια των μουσουλμάνων μπέηδων. Μεγάλα κτίσματα σε σχήμα Π με διαχωρισμό των χώρων για άνδρες και γυναίκες. Το ισόγειο διαθέτει αποθήκες και κουζίνες, ημιυπαίθριες ή μη, ενώ στον όροφο τα δωμάτια είναι διαταγμένα πέριξ μεγάλης σάλας που είναι και ηλιακό. Τα κονάκια αυτά σήμερα έχουν σχεδόν κατεδαφισθεί.

3.     Κονάκια κατά τα πρότυπα της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας που ανέγειραν πλούσιοι χριστιανοί έμποροι, όταν σε πλήρη αντίθεση με τη φτώχεια των προηγούμενων αιώνων απόκτησαν τη δυνατότητα να ανοικοδομήσουν τα σπίτια τους με τρόπο που υπερβαίνει τις απλές στεγαστικές ανάγκες. Οι μακραίωνες αισθητικές παραδόσεις του Ελληνισμού αναδύονται και πάλι μετά τον 18ο αιώνα ως επιλογές των ευπόρων νέων ρωμαίικων αστικών στρωμάτων εκφραζόμενες στα πλαίσια και στους τρόπους της καθ' ημάς Ανατολής και της ευρύτερης Ανατολής. Οι πλούσιοι έμποροι ζητούν τη συνεργασία των λαϊκών μαστόρων, οι οποίοι ενσωματώνουν στην πλούσια παράδοσή τους τους τρόπους και τις αντιλήψεις Ανατολής και Δύσης. Η ανέγερση των κτισμάτων αυτών γίνεται από ομάδες μαστόρων που ξεκινούν από τη Μακεδονία, τήν Ήπειρο και τη Βόρειο Θράκη. Πολλοί από αυτούς θα μείνουν για πάντα στην Ξάνθη. Και αυτά τα κονάκια είναι διώροφα σε σχήμα Π. Οι κατασκευές είναι στέρεες από χονδρούς πέτρινους τοίχους στο ισόγειο και τσατμά στον όροφο.


Συνοικία με σπίτια με σαχνισιά στην Παλιά Πόλη της Ξάνθης, περί το 1880


4.     Εκλεκτικιστικά κτήρια, αρχοντικά των εμπόρων και των μεγαλοαστών. Μετά τα μέσα του 19ου αιώνα εμφανίζονται έμποροι του καπνού με κοσμοπολίτικη νοοτροπία και διεθνείς διασυνδέσεις. Στα σπίτια και στα αρχοντικά που ανεγείρουν μιμούνται την ποικιλία και την ανάμειξη των μορφών και των στυλ που εμφανίζει το κοσμοπολίτικο Πέραν της Κωνσταντινούπολης. Δημιουργείται ένα ποικιλόμορφο δομημένο περιβάλλον, όπου συνυπάρχουν στοιχεία λαϊκής αρχιτεκτονικής με στοιχεία και μορφές που έρχονται από την Κεντρική Ευρώπη. Οι κατασκευές είναι στέρεες από πέτρα καθ΄ ολοκλήρου ή μεικτές με τσατμά στον όροφο, πολλά οικοδομικά στοιχεία έχουν εισαχθεί. Τα κτήρια αυτά συνήθως είναι διώροφα με υπερυψωμένο ημιυπόγειο. Είναι εμφανής η συμβολή σπουδασμένων αρχιτεκτόνων ή μηχανικών.

5.     Νεοκλασικά κτήρια. Ο νεοκλασικισμός, που κυριαρχεί στο ελεύθερο ελληνικό βασίλειο είναι βέβαια, εκτός από αισθητικό στοιχείο και στοιχείο με ιδεολογική σημειολογία, έτσι ώστε κοινοτικά κτήρια και αρχοντικά σε νεοκλασικό ύφος να αναγερθούν με τη βοήθεια Ελλήνων ή ξένων αρχιτεκτόνων. Οι κατασκευές είναι συνήθως διώροφες με υπερυψωμένο ημιυπόγειο στέρεες από πέτρα. Η εσωτερική διάταξη είναι συνήθως συμμετρική με μία κεντρική αίθουσα στον όροφο πέριξ της οποίας διατάσσονται τα δωμάτια. Επιβλητική σκάλα με δύο κλάδους οδηγεί από το ισόγειο στον όροφο, ενώ πολύχρωμοι φεγγίτες δημιουργούν χρωματικές εντυπώσεις στους εσωτερικούς χώρους.

6.     Πέτρινα κτήρια για κοινοτική ή κυβερνητική χρήση. Αυτά είναι κτίσματα που μεταδίδουν το κύρος και τη σοβαρότητα του φορέα, όπως είναι το Διοικητήριο, τα σχολεία, τα κοινοτικά κτίσματα και άλλα. Στην κατηγορία αυτή συνήθως περιλαμβάνονται κτήρια με νεοκλασικό χαρακτήρα και διακοσμήσεις στα πλαίσια των παραθύρων, επιβλητικές εξωτερικές σκάλες και ακριβά υλικά.

7.    Αστικές κατοικίες με λόγια διακοσμητικά στοιχεία. Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν κτήρια κατασκευασμένα με πέτρα ή σκυρόδεμα που συχνά ενσωματώνουν ακαδημαϊκά διακοσμητικά στοιχεία.

8.     Κατοικίες της προσφυγικής αποκατάστασης. Στις προσφυγικές συνοικίες κατασκευασμένες τη δεκαετία του 1920 στα πλαίσια της μεγάλης προσπάθειας του Ελληνικού Κράτους για τη στέγαση των προσφύγων, η οποία έγινε είτε με την ανέγερση τυποποιημένων κατοικιών, είτε με την παροχή οικοπέδων και δανείων προς τους πρόσφυγες για αυτοστέγαση με χρήση έτοιμου σχεδίου.

9.    Σύγχρονες πολυκατοικίες και κατασκευές. Ο τύπος αυτός είναι ο γνωστός σε όλη την Ελλάδα, με τον οποίο επετεύχθη η στέγαση του πληθυσμού μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο σε πολύ ικανοποιητικό βαθμό, μεταλλάσσοντας όμως το παραδοσιακό ελληνικό περιβάλλον.

10.  Εμπορικά κτήρια. Απλές ή ευτελείς πρόχειρες κατασκευές και παραπήγματα στους εμπορικούς δρόμους, αλλά και στέρεες κατασκευές από πέτρα (γρανοβιορίτη) που ανήγειραν Ηπειρώτες μαστόροι. Ενδιαφέροντα είναι τα στηθαία και τα αετώματα μικρών μονώροφων και διώροφων καταστημάτων στο γύρισμα του αιώνα, όπου αποτυπώνονται χρονολογίες, αρχικά των κτιτόρων, ή διακοσμήσεις χαρακτηριστικές της ευαισθησίας του ιδιοκτήτη.

11.  Βιομηχανικά κτήρια. Οι καπναποθήκες της Ξάνθης αποτελούν ένα πολύ σημαντικό σύνολο βιομηχανικής αρχιτεκτονικής και είναι η μοναδική παρόμοια περιοχή που σώζεται σήμερα στον ελληνικό χώρο. Ωστόσο η περιοχή των καπναποθηκών της Ξάνθης δεν προστατεύεται νομοθετικά, ενώ δεν έχει επιχειρηθεί κάποια χρήση τους που θα τις αξιοποιούσε ως σύνολο.

Οι καπναποθήκες της Ξάνθης είναι κτισμένες κατά την εποχή της εντατικής ανοικοδόμησης της πόλης, δηλαδή από το 1860 μέχρι το 1912. Στα κτήρια αυτά γινόταν η κατεργασία του καπνού, που κατέληγε σε δέματα καπνού τα οποία αποθηκεύονταν εκεί. Η επιβλητική στέρεη κατασκευή, τα αετώματα, οι κλιμακωτές απολήξεις και η συμμετρική σύνθεση παραπέμπουν σε πρότυπα της Κεντρικής Ευρώπης. Ο επιβλητικός χαρακτήρας των κατασκευών επιδιώκει να δώσει μία εγκυρότητα και μία άτυπη εγγύηση για την επιχείρηση που στεγάζεται εκεί. Πολλές από τις καπναποθήκες διαθέτουν ιδιόρρυθμα στηθαία ή αετώματα, δείγματα μιας φιλοπαίγμονος διάθεσης από μέρους των μαστόρων ή και των ιδιοκτητών. Πολλές φορές οι καπναποθήκες συνοδεύονται από κτήρια γραφείων ή κτήρια-κατοικίες των καπνεμπόρων.


Καπναποθήκη με δυτικά στοιχεία διακόσμησης. 1890

Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των καπναποθηκών είναι συχνά η ρομαντική διάθεση, η νοσταλγία προς το φανταστικό, σ' αυτό που είναι άγνωστο αλλά και επιθυμητό. Η ρομαντική αυτή διάθεση, μια νοσταλγία χωρίς αντικείμενο, ξεκινά βέβαια από τον νεορομαντισμό της Κεντρικής Ευρώπης, αλλά και εκφράζει την εξιδανίκευση της Δύσης από τους Ρωμηούς.


12.  Εκκλησίες. Αυτές είναι κτισμένες κατά τη δεκαετία του 1830 και ακολουθούν τον τύπο που διαμορφώνεται την ίδια εποχή στην Κωνσταντινούπολη, δηλαδή τον τύπο της τρίκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής. Είναι η εποχή που η προσπάθεια για εκσυγχρονισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επιτρέπει στους Ρωμηούς την ανέγερση τριώροφων κατοικιών και μεγάλων εκκλησιών, – τόσο μεγάλων που συχνά είναι πολύ μεγαλύτερες απ' ό,τι απαιτείται από τον αριθμό των πιστών, ενώ μπορεί και να διαθέτουν ευρύχωρο γυναικωνίτη. Οι εκκλησίες βρίσκονται μέσα σε περίβολο που πολλές φορές περιλαμβάνει σχολείο, γραφείο της κοινότητας, κατοικία του παπά ή και ακόμη του νεωκόρου ή, τέλος, και αίθουσα συνεδρίασης της κοινότητας ή της Δημογεροντίας. Οι εκκλησίες και η μάνδρα που τις περιβάλλει είναι βαμμένες σε ώχρα. Παρά τον άνεμο φιλελευθερισμού που συνοδεύει τις οθωμανικές μεταρρυθμίσεις η ανατολική δεσποτεία είναι δυνατό να δημιουργήσει απρόβλεπτες καταστάσεις. Οι μάνδρες, λοιπόν, που περιβάλλουν τις εκκλησίες και τα γραφεία της κοινότητας εξασφαλίζουν και κάποια προστασία.

Ενδιαφέρον είναι το κοινωνικό-θρησκευτικό συγκρότημα (κουλλιγιέ) που υπήρχε στη σημερινή περιοχή της Κεντρικής Πλατείας που ανήγειραν οι Οθωμανοί όταν η Ξάνθη έγινε έδρα του Καζά. Ενδιαφέροντα επίσης ήταν τα τυπικά χάνια της Ανατολής με φούρνο, καταστήματα και πυρήνα αγοράς που ξεπερνούσαν τα πενήντα και που σήμερα σώζονται ελάχιστα.

Τα οικοδομικά υλικά είναι αυτά της παραδοσιακής οικοδομικής: πέτρα, ξύλο και συχνά πλίνθοι. Ειδικότερα την Ξάνθη χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον, αφού ήταν άμεσα διαθέσιμα, ο γκρίζος γρανίτης της Ροδόπης (γρανοβιορίτης) και η ροδίζουσα πέτρα (ψαμμίτης) που προέρχεται από το λατομείο της Μάνδρας κοντά στα αρχαία Άβδηρα.

 

Δημήτρης Α. Μαυρίδης

Επίτιμος Διδάκτωρ Ιστορίας Πανεπιστημίου Θράκης

Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2017


ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ
Ο Πρύτανης του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης
Καθηγητής κ. Αθανάσιος Ιω. Καραμπίνης

Ο Κοσμήτορας της Σχολής Κλασικών και Ανθρωπιστικών Σπουδών
Καθηγητής κ. Κωνσταντίνος Κ. Χατζόπουλος και

Ο Πρόεδρος του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας
Καθηγητής κ. Εμμανουήλ Γερ. Βαρβούνης

Σας προσκαλούν να τιμήσετε με την παρουσία σας
την τελετή της αναγόρευσης
Του κ. Δημητρίου Μαυρίδη
Συγγραφέως
Σε Επίτιμο Διδάκτορα
του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας
της Σχολής Κλασικών και Ανθρωπιστικών Σπουδών
του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης

Η τελετή θα πραγματοποιηθεί στην Κομοτηνή
Την Τετάρτη, 1η Μαρτίου 2017, και ώρα 19:00
Στο Κεντρικό Αμφιθέατρο της Πανεπιστημιούπολης

 Ο Πρύτανης    Αθανάσιος Ιω. Καραμπίνης,  Kαθηγητής                                           
Ο Κοσμήτορας   Κωνσταντίνος Κ. Χατζόπουλος,  Καθηγητής

Πριν από την αναγόρευση με ώρα έναρξης 17.00 θα πραγματοποιηθεί ημερίδα με θέμα: «Η Θράκη στη νεότερη και σύγχρονη εποχή: Σπουδές στην ιστορία και τον πολιτισμό»



Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011

Παλιές φωτογραφίες.


Ἄποψη τμήματος τῆς Παλιᾶς Πόλης κατά τή δεκαετία τοῦ 1930. Διακρίνονται τμήματα τῶν συνοι­κιῶν Καβακίου, Μητροπόλεως, Ἁγίου Γεωργίου καί Σοῦννε. Στό βάθος τμῆμα τοῦ νέου Ἀστικοῦ προσφυγικοῦ συνοικισμοῦ. Ἡ μορφή τοῦ οἰκισμοῦ, ὅπως αὐτός δημιουργήθηκε κατά τό τέλος τοῦ 19ου αἰώνα καί τίς ἀρχές τοῦ 20οῦ, δέν ἔχει μεταβληθεῖ μέχρι σήμερα.  



Ἡ συ­νοι­κία Μη­τρο­πό­λεως σέ φω­το­γρα­φία τοῦ 1902.  Ἀ­ρι­στε­ρά στή μέ­ση εἰκο­νί­ζε­ται τό νε­ό­κτι­στο τό­τε μη­τρο­πο­λι­τι­κό μέ­γα­ρο μέ τά πα­ρα­κεί­με­να σχο­λεῖα. Τό μέ­γε­θος καί ἡ ἄνε­τη χωροθέτηση τῶν εἰ­κο­νι­ζό­με­νων σπι­τι­ῶν πι­στο­ποι­οῦν τόν πλοῦ­το τῶν κα­τοί­κων, πού κυρίως εἶναι ἔμποροι.

 


Ἡ συ­νοι­κία Σα­μα­κώβ σέ φω­το­γρα­φία τοῦ 1913.  Ἐλεύ­θε­ρη εἶ­ναι ἡ θέα τῶν σπι­τι­ῶν πρός τήν πε­δι­ά­δα. Οἱ κά­τοι­κοι εἶ­ναι ἐρ­γά­τες καί μι­κρέ­μπο­ροι. Τό μο­να­στή­ρι τῆς Πα­να­γί­ας τῆς Ἀρ­χαγ­γε­λι­ώ­τι­σας ἤ Πα­να­γί­ας Σαμα­κο­βια­νῆς στε­φα­νώ­νει τό ὕψω­μα. Στό κάτω τμῆμα τῆς φωτο­γραφίας εἰκονίζονται κτίσματα καί βυρσοδεψεῖα τῆς νησίδας Καναρᾶ, ὅπου σήμερα τά κτήρια τῆς Πολυτεχνικῆς Σχολῆς τοῦ ΔΠΘ.





·       Ὄ­ψη τῆς Πα­λι­ᾶς Πό­λης ἀπό τήν Κε­ντρι­κή Πλα­τεία. Στό μέ­σον τῆς φω­το­γρα­φί­ας ὁ Πά­νω Μα­χα­λᾶς ἤ
συ­νοι­κία τῶν Κα­πνε­μπό­ρων, ὅ­που καί δια­κρί­νο­νται με­γά­λα ἀρ­χο­ντι­κά. 
Ἀριστερά πάνω τό κάστρο τῆς βυζαντινῆς Ξάν­θειας
(Φω­το­γρα­φία τοῦ 1925).


  

Τμῆ­μα τῆς Πα­λι­ᾶς Πό­λης κα­τά τή δε­κα­ε­τία τοῦ 1910. Δι­α­κρί­νο­νται μπρο­στά οἱ συ­νοι­κί­ες Κα­βά­κι καί Μη­τρο­πό­λε­ως καί στό βά­θος ἡ συ­νοι­κία Σοῦν­νε. Ἡ Μητροπολιτική ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Προδρόμου βρίσκεται στό κέντρο






Μεγάλο τμήμα της Παλιάς Πόλης σέ φωτογράφηση του 1898.





 
Ο ποταμός Κόσσινθος


 


Η συνοικία Ακαθίστου Ύμνου.



Ο Κόσσινθος και η παλιά γέφυρα το 1908.



Άποψη της πόλης προς Boρρά ( 1915 ).




Συνοικίες Καβάκι και Μητροπόλεως ( 1902 ).
Το νοτιοδυτικό τμήμα της Ξάνθης το 1902. Διακρίνεται σαφώς η οχυρωματική μορφή του οικισμού με τις συστάδες των σπιτιών παρά τον ποταμό Κοσσινθο, του οποίου η δεύτερη κοίτη, αποξηραμένη σήμερα, περιβάλλει την πόλη και σχηματίζει το μικρό νησί Καναρά. Το νησί συνδέεται με την πόλη με γέφυρα, στον χώρο παρά την οποία ευρίσκεται σήμερα η πλατεία Εμπορίου, όπου και λαμβάνει χώρα κάθε Σάββατο το γραφικό Παζάρι. Στή φωτογραφία εικονίζονται οι συνοικίες Καβάκι και Μητροπόλεως και στον ορίζονται οι νεότερες συνοικίες του Αγίου Βλασίου και του Αγίου Γεωργίου. Στο βάθος δεξιά η συνοικία Σούννε, ενώ αριστερά διακρίνεται αμυδρά η βιομηχανική περιοχή του καπνού. Διακρίνεται επίσης στο κέντρο η σημερινή περιοχή της Κεντρικής Πλατείας.


Ο ποταμός Κόσσινθος και οι συνοικίες Καβακίου και Μητροπόλεως
σε φωτογραφία του 1979.

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2011

Εἰσαγωγή


Τμήματα τῶν συνοικιῶν Ἀκα­θίστου Ὕμνου καί Μητροπόλεως σέ φωτογραφία τοῦ 1898. Δεσπόζει δεξιά ἄνω ἡ μονή τῶν Παμμε­γίστων Τα­ξι­αρχῶν. Στό μπροστινό τμῆμα τῆς φωτο­γρα­φίας ἡ παλιά κοίτη τοῦ ποταμοῦ Κόσσινθου, ὅπου σήμερα τό παζάρι, μέ μία ἀπό τίς τότε ξύλινες γέφυρες πού ἕνωναν τήν πόλη μέ τό νησί Καναρᾶ. Πάνω ἀπό τή γέφυρα δεξιά στόν ἐλεύ­θερο περιφραγμένο χῶρο θά ἀνεγερθεῖ τό 1910 τό κινημα­το­θέατρο "Ἠλύσια". Ἀμέσως πίσω διακρίνεται τό κτή­ριο τῆς σημε­ρινῆς Πινακοθήκης τοῦ Δήμου Ξάνθης καί δίπλα τμῆμα τοῦ τότε θεάτρου "Ἀπόλ­λων". Πιό πίσω τό Μητροπολιτικό Μέγαρο. Στό κέν­τρο τῆς φωτο­γραφίας δια­κρίνεται μέ εὐκρίνεια ἡ ἐκκλησία τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου. Διακρίνονται ἐπίσης τμήματα ἀπό τά ἀρχοντικά τῆς ὁδοῦ Ἀντίκα, ὅπως καί μεγάλα κτίσματα στήν ὁδό Ὀρφέως τά ὁποῖα δέν ὑπάρχουν σήμερα. Ἡ εἰκόνα ἀποτελεῖ τμῆμα φωτο­γρα­φίας πού μᾶλλον εἶναι ἡ παλιότερη σωζόμενη φωτογραφία γενικῆς ἀπεικόνισης τῆς Ξάνθης.




. Φωτογράφηση ἀργά τό ἀπόγευμα τοῦ ὄρους Γέρακα ἀπό τή νότια ὄχθη τῆς λιμνοθάλασσας Βιστονίδας. Διακρίνεται ἀμυ­δρά ὡς λευκή γραμμή ἡ πόλη τῆς Ξάνθης. Χαρακτηριστική εἶναι ἡ πυραμιδοειδής ὄψη τοῦ Γέρακα πού δεσπόζει στήν πόλη καί στήν πρός Νότο πεδιάδα. Ἀνατολικά τοῦ Γέρακα διακρίνεται ἡ κοιλάδα ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στή Βόρεια Θράκη. 



Ἀπογευματινή φωτογρά­φηση τοῦ Παπίκιου ὄρους ἀπό τό ίδιο σημεῖο πού ἔχει ληφθεῖ ἡ προ­ηγούμενη φωτογραφία. Τό Παπί­κιο ὄρος βρίσκεται περί τά ἑξήντα χιλιόμετρα ἀνατολικά τῆς Ξάν­θης καί ὑπῆρξε βυζαντινό μοναστικό κέντρο κατά τά πρότυπα τῶν μοναστικῶν κοινοτήτων. Ἄκμασε ἀπό τόν 11ο αἰῶνα παράλληλα μέ τό Ἅγιον Ὄρος καί τό ὄρος Γάνος τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης πάνω ἀπό τή Ραιδεστό. Ἡ ἵδρυση τῶν μονῶν τῆς Ξάνθης ἴσως ἔχει κάποια σχέση μέ τή γειτνίαση τῆς πόλης πρός τό Παπίκιο ὄρος. 


Τό νοτιοδυτικό τμῆμα τῆς Ξάν­θης τό 1902. Εἰκονίζεται ἡ σαφῶς ὀχυρωματική μορφή τοῦ οἰκισμοῦ μέ τίς συστάδες τῶν σπιτιῶν παρά τόν ποταμό Κόσσινθο, τοῦ ὁποίου ἡ δεύτερη κοίτη, ἀποξη­ραμένη σήμερα, περιβάλλει τήν πόλη καί σχη­ματίζει τό μικρό νησί Καναρά. Τό νησί συνδέεται μέ τήν πόλη μέ γέφυρα, στόν χῶρο παρά τήν ὁποία εὑρίσκεται σήμερα ἡ πλατεῖα Ἐμπορίου, ὅπου καί λαμβάνει χώρα κάθε Σάββατο τό γραφικό Παζάρι. Στή φωτο­γραφία εἰκονί­ζονται οἱ συνοι­κίες Καβάκι καί Μητροπόλεως καί στόν ὁρίζοντα οἱ νεότερες συνοικίες τοῦ Ἁγίου Βλασίου καί τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Στό βάθος δεξιά ἡ συνοικία Σοῦννε, ἐνῶ ἀριστερά διακρίνεται ἀμυδρά ἡ βιομηχανική περιοχή τοῦ καπνοῦ. Διακρίνεται ἐπί­σης στό κέντρο ἡ σημερινή περιοχή τῆς Κεντρικῆς Πλατείας. 


Τό βορειοδυτικό τμῆμα τῆς Ξάνθης τό 1902. Εἰκονίζονται τμήματα τῶν συνοικιῶν Καβα­κίου καί Μητροπόλεως, ἡ συνοικία Ἀκαθίστου Ὕμνου μέ τήν ὁμώνυμη ἐκκλη­σία καί ἡ συνοικία Ἀχριάν. Ἀριστερά στή μέση εἰκονίζεται τό νεόκτιστο τότε Μητροπο­λι­τικό Μέγαρο μέ τά παρακεί­μενα σχο­λεῖα. Στό κέντρο τῆς φωτογραφίας διακρίνεται συγκρότημα οἰκο­δομῶν πού περιλαμβάνει χάνι, τό ὁποῖο εἰκάζεται ὅτι κτίσθηκε σέ βάσεις ἀμυντικοῦ ὀχυροῦ. Δεξιά τό μουσουλ­μα­νικό νεκροταφεῖο τῆς συνοικίας Ἀχριάν. Ἡ πλαγιά μπροστά καταλήγει στήν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ Κόσσινθου. Εἶναι ἐμφανής ἡ ἀμφιθεατρική διάταξη τῶν κατοικιῶν καί ἡ ὀχυρωματική μορφή στούς παράπλευρους τοίχους τῶν κατοικιῶν στά ὅρια τοῦ οἰκισμοῦ.





Ἡ πόλη τῆς Ξάνθης εἶναι παλαιότατη. Ἡ ἵδρυσή της ἴσως ἀνάγεται στήν κλασσική ἀρχαιότητα, ἄν καί οἱ λίγες μαρτυρίες ἀπό τίς ἀρχαῖες πηγές, –μέ σημαντικότερη αὐτή τοῦ Στράβωνα–, δέν ἔχουν ἐπιβεβαιωθεῖ ἀπό εὑρήματα. Ἀμφίβολη καί ἀμφιλεγόμενη εἶναι ἡ ταύτιση τῆς σημερινῆς πόλης μέ ἀρχαῖο οἰκισμό.
Ἡ βυζαντινή Ξάνθεια ἀναφέρεται στίς πηγές καί παίζει κάποιο ρόλο κατά τούς ταραγμένους χρόνους τοῦ 13ου καί 14ου αἰῶνα[i]. Ὅ,τι ὅμως διασώζεται ἀπό τήν Ξάνθεια περιορίζεται στά ἐρείπια τοῦ κάστρου, στά θεμέλια καί σέ τμήματα τῶν ἐκκλησιῶν, ὅπως στήν ἐκκλησία τῶν Ταξιαρχῶν Καβακίου καί στό καθολικό τῆς Μονῆς τῶν Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν. Αὐτό πού ὅμως συνδέει τή σημερινή Ξάνθη μέ τή βυζαντινή Ξάνθεια εἶναι ἡ μορφή τοῦ πολεοδομικοῦ ἱστοῦ, τοῦ ὁποίου ἡ διάταξη μᾶλλον διατηρεῖται σήμερα, παρά τίς ἀλλεπάλληλες ἀνοικοδομήσεις. Ἀλλά καί ἡ διάταξη τῶν μονῶν πέριξ τοῦ οἰκισμοῦ ἀνάγεται στήν ἵδρυσή τους κατά τή μεσοβυζαντινή ἐποχή καί ἀποτελεῖ τυπική περίπτωση καθαγίασης τοῦ χώρου, ὅπως θά ἀναλυθεῖ στή συνέχεια.
Μέ τήν ἐμφάνιση τῶν Τούρκων καί τήν κατάληψη τῆς πόλης περί τό 1373, πλήθη Γιουρούκων καί Κονιάρηδων Τουρκομάνων, πού πλαισιώνονται καί συνοδεύονται ἀπό Ἀχῆδες καί Μπεχτασῆδες, ἐγκαθίστανται στήν εὔφορη πεδιάδα τῆς Ξάνθης, ἡ ὁποία, ἐκτός ἀπό τήν ἀκτή, σχεδόν ἐκτουρκίζεται. Τόν ἐκτουρκισμό τῆς πεδιάδας ἀκολούθησε ὁ ἐξισλαμισμός τῆς ὀρεινῆς περιοχῆς τόν 17ο αἰῶνα. Οἱ νεοφερμένοι Ὀθωμανοί Τοῦρκοι δημιουργοῦν ἕνα νέο διοικητικό καί θρησκευτικό κέντρο μέσα στήν εὔφορη πεδιάδα: τή Γενισέα Καρά Σοῦ. Ὡστόσο, γιά λόγους πού δέν ἔχουν ἀκόμη διευκρινισθεῖ, ἡ Ξάνθη δέν παρακμάζει, ὅπως τό γειτονικό Περιθεώριο καί παραμένει μόνιμα στά χέρια τῶν Ρωμηῶν καί πιθανόν νά παίζει κάποιο ἐμπορικό ρόλο βασισμένη στήν πλούσια περιφέρειά της, ἐνῶ ἡ Γενισέα γίνεται τό διοικητικό, θρησκευτικό καί οἰκονομικό κέντρο τῆς περιοχῆς. Μποροῦμε, λοιπόν, νά μιλήσουμε γιά τό ἰδιότυπο δίπολο Ξάνθης καί Γενισέας.
Στήν ἴδια τήν πόλη οἱ νεοφερμένοι μουσουλμάνοι κατακτητές ἐγκαθίστανται περιφερειακά, ἐνῶ ὁ ἀριθμός τους παραμένει μικρός, τουλάχιστον μέχρι τά τέλη τοῦ 17ου αἰώνα, γιά νά φτάσει νά ἀποτελεῖ τό μισό τοῦ πληθυσμοῦ στό τέλος τοῦ 19ου αἰώνα.
Ὁ οἰκισμός πού σήμερα χαρακτηρίζουμε ὡς Παλιά Πόλη τῆς Ξάνθης εἶναι κτισμένος μετά τό 1829˙ χρονιά κατά τήν ὁποία μεγάλοι σεισμοί, πού τούς ἀκολούθησε πυρκαγιά, φαίνεται ὅτι κατέστρεψαν ὁλοσχερῶς τόν προηγούμενο οἰκισμό. Ἡ Παλιά Πόλη, –ὅπως καί ὁ προηγούμενος τοῦ 1829 οἰκισμός–, εἶναι κτισμένη στή θέση τῆς βυζαντινῆς Ξάνθειας. Ὁ σεισμός σχεδόν ἀπάλειψε τά ἴχνη τῆς βυζαντινῆς Ξάνθειας. Ἡ πόλη ὀφείλει τήν ἀνοικοδόμησή της καί τήν ἀκμή της, κατά τό τελευταῖο τρίτο τοῦ 19ου αἰώνα, στόν πλοῦτο πού προσπορίζει ἡ καλλιέργεια, ἡ κατεργασία καί τό ἐμπόριο τοῦ καπνοῦ, ἀλλά καί στήν προνομιακή της θέση πάνω σέ σημαντικούς ἐμπορικούς δρόμους. Ἡ θέση αὐτή βρίσκεται στή φυσική ἀπόληξη τῶν ὀρεινῶν δρόμων ἀπό τή Ροδόπη πρός τή θάλασσα καί ἐποπτεύει τή νότια τῆς Ροδόπης εὔφορη πεδιάδα, πηγή πλούσιας παραγωγῆς, πού στηρίζει, ἐκτός ἀπό τήν πόλη, καί πλῆθος χωριῶν. Ἡ σπουδαιότητα τῆς θέσης τῆς Ξάνθης ἐνισχύεται ἀπό τή διέλευση τῆς Ἐγνατίας Ὁδοῦ. Ἡ ὕπαρξη ἀριθμοῦ φρουρίων στήν ἄμεση περιφέρεια τῆς πόλης εἶναι χαρακτηριστική. Ὑπάρχουν γύρω ἀπό τήν πόλη τά ἐρείπια τεσσάρων τουλάχιστον φρουρίων, πού τά τρία ἀπό αὐτά χρονολογοῦνται μᾶλλον στήν ἀρχαιότητα. Μετά τό 1870 ἡ Γενισέα παρακμάζει καί ἡ Ξάνθη ἀναδεικνύεται πλέον καί σέ διοικητικό κέντρο, ἀφοῦ ἡ ὀθωμανική διοίκηση μεταφέρεται ἀπό τή Γενισέα στήν Ξάνθη. Ἕνα κοινωνικοθρησκευτικό κέντρο (κουλλιγιέ)[ii] ἀνεγείρεται ἀπό τήν ὀθωμανική διοίκηση στίς παρυφές τῆς τότε πόλης σύμφωνα μέ τήν πολεοδομική πρακτική τῶν Ὀθωμανῶν Τούρκων.
Κτίτορες τῆς Παλιᾶς Πόλης τῆς Ξάνθης εἶναι ἡ τοπική Ἐκκλησία καί ἡ ρωμαίικη Κοινότητα. Ἡ Κοινότητα διοικεῖται ἀπό τή Δημογεροντία πού εἶχε ἐφαρμόσει, ὅπως σέ ὅλη τήν καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολή, μιά ἐπιτυχῆ μορφή αὐτοδιοίκησης. Κεφαλή τῆς ἐκλεγμένης Δημογεροντίας, εἶναι ὁ ἑκάστοτε Μητροπολίτης, ὁ ὁποῖος καί προεδρεύει, ἀλλά καί εἶναι ὑπόλογος ἀπέναντι στήν ὀθωμανική διοίκηση. Ἡ ἀνοικοδόμηση ἀρχίζει μέ τή δεκαετία τοῦ 1830, ἀμέσως μετά τήν καταστροφή ἀπό τούς σεισμούς, καί συνεχίζεται ἀδιάλειπτα μέχρι τούς Βαλκανικούς Πολέμους. Ἡ πόλη ἀνοικοδομεῖται μέ πυρήνα τά θεμέλια τῶν ἐκκλησιῶν, πού μᾶλλον ὑπῆρχαν ἀπό τήν ἐποχή τῆς βυζαντινῆς Ξάνθειας, καί μέ γνώμονα τίς νεοελληνικές κοινοτικές ἀντιλήψεις. Ὑπάρχει πλήρης ἐθνοθρησκευτικός διαχωρισμός στήν πόλη καί οἱ χριστιανικές συνοικίες οἰκοδομοῦνται πέριξ τῶν ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν καί τούς πόλους τοῦ οἰκιστικοῦ ἱστοῦ[iii]. Οἱ συνοικίες παραμένουν στά ὅρια πού ἔχουν καθιερωθεῖ ἐπί αἰῶνες. Τήν προσπάθεια ἀνοικοδόμησης ἐμψυχώνει ὁ Μητροπολίτης Εὐγένιος καί χρηματοδοτεῖ ἡ ρωμαίικη κοινότητα, βασισμένη στήν οἰκονομική ἰσχύ πού τῆς παρέχει ἡ καλλιέργεια καί ἡ ἐμπορία τοῦ καπνοῦ. Τό ἐμπόριο τοῦ καπνοῦ, πού ἔλεγχαν οἱ Τοῦρκοι μπέηδες, περνάει στήν ἀρχή τοῦ 19ου αἰώνα στά χέρια τῶν Ἑλλήνων ἐμπόρων. 
Ἡ ἀνοικοδόμηση λαμβάνει χώρα σέ μία ἐποχή ἀναγέννησης τοῦ ὑπόδουλου Ἑλληνισμοῦ καί μεγάλης ἀκμῆς του γενικότερα καί στή Θράκη εἰδικότερα. Ἀλλά καί οἱ πολιτικές συνθῆκες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ἐπιτρέπουν στή ρωμαίικη κοινότητα νά δραστηριοποιηθεῖ, νά χρησιμοποιήσει τήν οἰκονομική καί κοινωνική της δύναμη καί νά δράσει συλλογικά. Πρόκειται γιά μία ἐποχή κατά τήν ὁποία ἡ ἀνάγκη ἐκσυγχρονισμοῦ τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας συμπίπτει μέ τίς κοινωνικές καί οἰκονομικές ἐπιδιώξεις τῶν ρωμαίικων πληθυσμῶν. Ὁ ἐκσυγχρονισμός τῆς Αὐτοκρατορίας προϋποθέτει διαδικασίες ἐκδυτικισμοῦ τίς ὁποῖες υἱοθετοῦν μέ ἐπιτυχία οἱ ἑλληνικές κοινότητες, πρᾶγμα πού τούς δίνει οἰκονομικά καί κοινωνικά πλεονεκτήματα.
Ἡ ἀκμή τῆς πόλης κατά τόν 19ο αἰῶνα ὀφείλεται καί συμπίπτει λοιπόν μέ τήν ἀποκορύφωση τῆς ἀναγέννησης τοῦ ὑπόδουλου Ἑλληνισμοῦ μετά τόν 18ο αἰῶνα, ὅταν οἱ ρωμαίικες κοινότητες ἀνέρχονται καί γίνονται σημαντικό τμῆμα τῆς νεοπαγοῦς ἀστικῆς τάξης τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Δημιουργεῖται τότε μία κατάσταση ὅπου, παρά τήν πολιτική ὑποταγή τους, οἱ ρωμαίικες κοινότητες ἀπολαμβάνουν σχετικές ἐλευθερίες καί ἀποκτοῦν σημαντικά πλεονεκτήματα καί οἰκονομική δύναμη.
Ἡ πόλη ἀνοικοδομεῖται ἀπό μετακινούμενες ἐποχικά ὁμάδες Ἠπειρωτῶν, Μακεδόνων καί Θρακῶν οἰκοδόμων ὡς ἕνα ἀρχιτεκτονικό ὑβρίδιο τῆς λαϊκῆς μακεδονικῆς ἀρχιτεκτονικῆς, τῆς "ἀρχοντικῆς" ἀρχιτεκτονικῆς τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου καί τῆς ἐκλεκτικιστικῆς ἀρχιτεκτονικῆς, ἡ ὁποία μεταφέρεται ἐκεῖ ἀπό τά μεγάλα ἀστικά κέντρα τῆς κεντρικῆς Εὐρώπης καί τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Ἡ Ξάνθη ἀνήκει στόν χῶρο τόν ὁποῖο χαρακτηρίζουμε ὡς καθ ἡμᾶς Ἀνατολή, δηλαδή στήν περιοχή αὐτή τῆς Ἐγγύς Ἀνατολῆς πού κατοικεῖται καί ἀπό ἑλληνικούς πληθυσμούς, καί πού ἀποτελεῖ κατά παράδοση χῶρο τῆς ἐξάπλωσης τῶν Ἑλλήνων, οἱ ὁποῖοι διαμορφώνουν καί καθορίζουν, ὥς ἕνα βαθμό, τόν χαρακτῆρα του. Ὁ χῶρος αὐτός ταυτίζεται συμβατικά μέ τόν χῶρο τῆς οἰκουμενικῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας κατά τήν ὕστερη φάση της. Ὁ χῶρος αὐτός εἶναι χῶρος γεωγραφικός, ἱστορικός καί πολιτισμικός.
Κατά τό δεύτερο μισό τοῦ 19ου αἰώνα ἡ πόλη ἐπεκτείνεται ραγδαία ἔξω ἀπό τά ὅρια πού ἴσχυαν γιά μακραίωνο χρονικό διάστημα. Νέες συνοικίες δημιουργοῦνται πρός Νότο καί μία εὐρεία βιομηχανική καί βιοτεχνική περιοχή ἀνεγείρεται στίς παρυφές τῆς πεδιάδας. Ἡ βιομηχανική περιοχή περιλαμβάνει ἀποκλειστικά κτήρια κατεργασίας τοῦ καπνοῦ καί εἶναι σαφῶς διαχωρισμένη ἀπό τίς περιοχές κατοικίας. Ἡ πόλη γίνεται ἕνα οἰκονομικό, ἐμπορικό, βιοτεχνικό καί βιομηχανικό κέντρο.
Σημαντικό χαρακτηριστικό τῆς ἀνθρωπολογίας τῆς πόλης εἶναι ἡ πολυμορφία καί ἡ κινητικότητα τῶν πληθυσμῶν της. Στήν Ξάνθη ἐγκαθίστανται κατά περιόδους πληθυσμοί ἀπό τή Βόρεια Θράκη, τή Χαλκιδική, τήν Ἤπειρο καί τή Μακεδονία, ὅπως καί Μουσουλμάνοι πρόσφυγες ἀπό τά Βαλκάνια κατά τόν Ρωσοτουρκικό Πόλεμο τό 18771878. Ἀργότερα ἐγκαθίστανται στήν πόλη Κρητικοί καί μετά τό 1922 ἐγκαθίστανται μαζικά πρόσφυγες τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης, τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί τοῦ Πόντου καί, τέλος, πληθυσμοί ποντιακῆς καταγωγῆς ἀπό τήν πρώην Σοβιετική  Ἕνωση, τελευταῖοι αὐτοί φυγᾶδες τῆς πάλαι ποτέ ἑλληνικῆς Ἀνατολῆς. Οἱ πρόσφυγες τοῦ 1922 ὑπερδιπλασιάζουν τόν πληθυσμό τῆς πόλης. Ἡ Ξάνθη εἶναι ἕνα ἀπό τά καταφύγια τῶν προσφύγων τῆς πάλαι ποτέ ἑλληνικῆς Ἀνατολῆς. Σήμερα ἡ περιφέρεια τῆς Ξάνθης κατοικεῖται ἀπό πολυμορφία ἐθνοτικῶν ὁμάδων. Βόρεια κατοικοῦν οἱ ὀρεσίβιοι Πομάκοι καί νότια στήν πεδιάδα ἀναμειγνύονται τουρκογενεῖς μουσουλμάνοι μέ Ρωμηούς, γηγενεῖς ἤ πρόσφυγες τῆς ἑλληνικῆς Ἀνατολῆς.
Ἡ πολυμορφία τῶν ἐθνοτικῶν ὁμάδων ἀντανακλᾶται καί στήν πόλη τῆς Ξάνθης, ὅπου πρέπει νά σημειωθεῖ ἡ ἐπιτυχής συμβίωση τουρκογενῶν πληθυσμῶν καί, ἀργότερα, μουσουλμάνων Τσιγγάνων καί μουσουλμάνων Πομάκων τῆς ὀρεινῆς περιοχῆς μέ τούς χριστιανικούς πληθυσμούς. Αὐτό γίνεται στά πλαίσια τοῦ Νέου Ἑλληνικοῦ κράτους καί ἀντιπροσωπεύει ἕνα ἐπίτευγμα τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας, τό ὁποῖο, ὅμως, παραμένει ἄγνωστο καί δέν προβάλλεται.
Σήμερα τό τμῆμα τῆς πόλης τοῦ 19ου αἰώνα, πού ὁρίζεται στά ὅρια περίπου τῆς βυζαντινῆς Ξάνθειας, διατηρεῖται σέ μεγάλο βαθμό ἄθικτο καί ἀποτελεῖ τό καλύτερα σωζόμενο στόν ἑλλαδικό χῶρο δομημένο δεῖγμα τῆς κοινοτικῆς ὀργάνωσης τῶν Ἑλλήνων τῆς καθ ἡμᾶς Ἀνατολῆς. Ἡ διάσωση τῆς Παλιᾶς Πόλης τῆς Ξάνθης ὀφείλεται στή συγκυρία τῆς οἰκονομικῆς παρακμῆς τῆς πόλης κατά τήν ἐποχή τῆς ἀνεξέλεγκτης ἀνοικοδόμησης τῶν ἑλληνικῶν πόλεων τίς δεκαετίες τοῦ 1950 καί τοῦ 1960[iv].
Ἡ σύγχρονη πόλη, ἀποτελεῖ ἀνοικοδόμηση τῶν περιοχῶν πού βρίσκονται ἔξω ἀπό τά ὅρια πού περίπου καθόριζαν τή βυζαντινή Ξάνθεια καί λαμβάνει τή μορφή της σέ τρεῖς φάσεις: ἀρχικά στά τέλη τοῦ 19ου αἰώνα, στή συνέχεια μετά τήν ἔλευση τῶν προσφύγων τῆς Μικρασιατικῆς Καταστροφῆς καί, τέλος, μετά τό 1960. Ἡ σύγχρονη πόλη εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἐντατικῆς ἀνοικοδόμησης, πού χαρακτηρίζει τίς ἑλληνικές πόλεις μετά τή δεκαετία τοῦ 1950, καί εἶναι δομημένη μέ βάση τίς ἀντιλήψεις καί τά ἀρχιτεκτονικά καί αἰσθητικά πρότυπα τά ὁποῖα ἐπικρατοῦν σήμερα στόν ἑλλαδικό χῶρο. Πρότυπα, τά ὁποῖα χαρακτηρίζονται ἀπό ἄκρατη ἐμπορευματοποίηση τοῦ χώρου καί ὑποταγή τῶν κριτηρίων στή λειτουργικότητα τῆς ἀνάγκης.
Μέ τήν ἀνακήρυξη τῆς Παλιᾶς Πόλης ὡς διατηρητέας, τό 1976, δημιουργεῖται ἕνας διφυής χαρακτῆρας στήν πόλη μέ τή συνύπαρξη παλιοῦ καί καινούργιου. Θά πρέπει, βέβαια, νά ξεκαθαρίσουμε ὅτι αὐτό πού χαρακτηρίζουμε ὡς "παλιό" εἶναι ἡ ἱστορική πραγματικότητα τῆς καθ ἡμᾶς Ἀνατολῆς κατά τόν 19ο αἰῶνα, μιά ἐποχή σχετικά πρόσφατη, ἄν λάβουμε ὑπ ὄψη τό ἱστορικό βάθος τῆς πατρίδας μας.
Ἔτσι σήμερα, ἡ Παλιά Πόλη τῆς Ξάνθης εἶναι γεμάτη ἀπό λαϊκότροπες βαλκανικές κατοικίες, μαγαζιά, τυπικές ρωμαίικες ἐκκλησίες τῆς τελευταίας ὀθωμανικῆς περιόδου, κονάκια κατά τήν παράδοση τῆς Θεσσαλίας, τῆς Μακεδονίας καί τῆς Ἠπείρου, ἀλλά καί δυτικότροπα ἐκλεκτικιστικά μέγαρα πού κτίσθηκαν γιά νά ἐντυπωσιάσουν. Ἐπιβιώνει ἐκεῖ τό δομημένο περιβάλλον τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς, γεμάτο μέ αὐθεντική ρωμαίικη χαρμολύπη, ὅπου ὅμως παραδόξως συμβιώνει καί ἡ κεντροευρωπαϊκή μπέλ ἐπόκ, ἐνῶ οἱ γύρω αὐθεντικοί μιναρέδες στεφανώνονται ἀπό βυζαντινά μοναστήρια.
Ἀκόμη σήμερα, ψηλά, στό εἰσέτι σωζόμενο βυζαντινό φρούριο, πού μόλις διακρίνεται, μέσα στά στενά καί ἀδιέξοδα καλντερίμια, σέ κάποια θεμέλια ἐκκλησιῶν, σέ ἀπομεινάρια ἀπό ντουβάρια μέ γεμᾶτες σκουριά πέτρες, ἤ σέ κόκκαλα πού κατά καιρούς ἀνευρίσκονται στά σκαψίματα γιά τά νέα κτήρια, πλανᾶται μυστικῶς ἡ πραγματικότητα ἑνός παρελθόντος πού φαίνεται μακρινό. Αὐτά εἶναι τά ἴχνη τῆς βυζαντινῆς Ξάνθειας, τήν ὁποία οἱ μεγάλοι σεισμοί τοῦ 1829 καί μετά ἡ ἀνοικοδόμηση σχεδόν ἐξαφάνισαν.



[i] Ἐποχή πού χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ἐπιβολή τῶν Δυτικῶν καί τῶν Τούρκων γιά ἐπέκταση στόν βυζαντινό χῶρο, τούς ἀνταγωνισμούς τῶν Βυζαντινῶν, τῶν Τούρκων, τῶν Σέρβων καί τῶν Βουλγάρων, ὅπως καί ἀπό τούς ἐμφύλιους δυναστικούς πολέμους τῶν Βυζαντινῶν.

[ii] Σύμφωνα μέ τήν ὀθωμανική ἀντίληψη οἱ ὑπήκοοι τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας χωρίζονται μέ βάση τόν ἰσλαμικό νόμο σέ μουσουλμάνους καί μή μουσουλμάνους, σέ κύριους καί ὑποταγμένους. Ὁ διαχωρισμός αὐτός ἐπιβάλλεται μέ κανονισμούς καί στό δομημένο περιβάλλον, ὥστε πάντα νά προβάλλεται τό μουσουλμαικό στοιχεῖο.  Αὐστηρά περιοριστικά μέτρα ἐπιβάλλουν κανονισμούς καί ἀπαγορεύσεις, ὥστε τά θρησκευτικά κτήρια τῶν ὑποδούλων λαῶν νά μήν εἶναι ἐμφανῆ καί νά μήν προβάλλονται, ἀλλά καί νά μή κτίζονται καινούργια.  Ἀνάλογα, οἱ οἰκοδομές ἀνεγείρονται μέ διαφορετικά μέτρα δόμησης γιά κάθε κατηγορία πολιτῶν. Ἡ πόλη διαχωρίζεται σέ περιοχές μουσουλμάνων καί μή μουσουλμάνων μέ διαφορετικούς κανονισμούς γιά τήν ἀνέγερση τῶν κατοικιῶν καί ὀργανώνεται σέ ἑνότητες. Μιά μεγάλη διοικητική ἑνότητα εἶναι τό κουλλιγιέ πού ὑποστηρίζει τήν κοινωνικοθρησκευτική ὀργάνωση τοῦ μουσουλμανικοῦ πληθυσμοῦ καί περιλαμβάνει βασικά στοιχεῖα τῆς μουσουλμανικῆς κοινωνικῆς ζωής. Τά κουλλιγιέ συναντῶνται στίς μεγάλες ἰσλαμικές πόλεις τῆς κεντρικῆς Ἀσίας (Σαμαρκάνδη, Ἐσφαχάν), ἀλλά καί σέ εὐρωπαϊκές πόλεις τίς ὁποῖες ἀνοικοδόμησαν οἱ Ὀθωμανοί Τοῦρκοι (Προῦσα, Ἀδριανούπολη, Κωνσταντινούπολη), ἀφοῦ τίς κατέκτησαν.

[iii] Κατά εὐτυχῆ συγκυρία ἡ ἀνοικοδόμηση τῆς Ξάνθης λαμβάνει χώρα σέ μία ἐποχή κατά τήν ὁποία αἴρονται οἱ αὐστηροί κανονισμοί πού ἀφοροῦσαν τά θρησκευτικά καί κοσμικά κτίσματα τῶν μή μουσουλμανικῶν πληθυσμῶν τῆς Αὐτοκρατορίας. Σύμφωνα μέ τόν ἱερό νόμο ἀπαγορευόταν ἡ ἀνέγερση νέων ἐκκλησιῶν καί μόνο κατ' ἐξαίρεση ἐπιτρεπόταν ἡ ἐπισκευή τῶν παλαιῶν πού ὑπῆρχαν πρίν τήν τουρκική κατάκτηση. Κατά τήν περίοδο τοῦ Τανζιμάτ, καί ἰδίως μετά τή δημοσίευση τοῦ Χάτι Χουμαγιούν τοῦ 1856, ἀρχίζει νά ἐπιτρέπεται ἡ ἀνέγερση νέων ἐκκλησιῶν, ἀφοῦ ὑποβληθεῖ πρῶτα σχέδιο στή διοίκηση καί ἐγκριθεῖ μέ αὐτοκρατορικό διάταγμα. Οἱ οἰκοδομές καί κατοικίες τῶν μή μουσουλμάνων, οἱ ὁποῖες βρισκόταν κάτω ἀπό αὐστηρή ἐπιτήρηση μποροῦν πλέον νά ἀνεγείρονται χωρίς τίς διακρίσεις πού ἴσχυαν ἐπί αἰῶνες. Τό ἐπιτρεπόμενο ὕψος, ὁ ἀριθμός τῶν ὀρόφων, τά χρώματα τῶν κατοικιῶν τῶν μή μουσουλμάνων δέν βρίσκονται πλέον κάτω ἀπό ἀπαγορευτικά ὅρια. Ἐνῶ ἐξακολουθοῦν νά ἰσχύουν οἱ κανόνες γιά τήν ὀργάνωση τῆς πόλης, τῶν συνοικιῶν, τόν διαχωρισμό τῶν κοινοτήτων καί τῶν χρήσεων.

[iv] Ἡ Παλιά Πόλη τῆς Ξάνθης μέ τούς ὑπερκείμενους λόφους ἀνακηρὐχθηκε ὡς τόπος πού χρειάζεται εἰδική κρατική προστασία μέ ἀπόφαση τοῦ τότε Ὑπουργοῦ Πολιτισμοῦ Κωνσταντίνου Τρυπάνη τόν Μάιο τοῦ 1976. Πρωτεργάτης τῆς ἀνακήρυξης ἦταν ὁ τότε Νομάρχης Ξάνθης Κωνσταντῖνος Θανόπουλος μέ τήν ἐπιστημονική ὑποστήριξη τοῦ τότε ἐφόρου Ἀρχαιοτήτων Κομοτηνῆς Εὐάγγελου Πεντάζου.








Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2011

Ἡ βυζαντινή Ξάνθεια


Οἱ δύο τετράγωνοι πῦργοι τοῦ νότιου τμήματος τοῦ κάστρου τῆς Ξάνθειας ἀπό φωτογραφία τοῦ 1898



Τά ἐρείπια τοῦ κάστρου τῆς βυζαντινῆς Ξάνθειας, ἀπό φωτογραφία τοῦ 1905. Ἀριστερά διακρί­νεται ἡ μονή τῶν Παμμε­γίστων Ταξιαρχῶν. Διακρίνονται πέντε πύργοι πού σήμερα εἶναι καλυμμένοι ἀπό βλάστηση



Καμπύλοι καί ἀδιέξοδοι δρόμοι χαρα­κτη­ρίζουν τη συνοικία Ἀκροπόλεως (Ἀχριάν). Χαρακτηριστική, ὅπως εἰκονίζεται στή φωτογραφία, εἶναι καί ἡ ἐσωστρέφεια τῶν οἰκιῶν. Ἡ συνοικία Ἀχριάν κατοικεῖται ἀκόμη ἀπό μουσουλμάνους.


Οἱ καμπυλώσεις τῶν δρόμων καί οἱ ἀλλαγές κατευ­θύνσεως ὥστε νά μήν ὑπάρχει ὁρατότητα σέ μεγάλο μῆκος τοῦ δρόμου χαρα­κτη­ρίζουν καί τή χριστιανική συνοικία Μητρο­πό­λεως. Στή φωτογρα­φία τοῦ 2006 τμῆμα τῆς ὁδοῦ Ὀρφέως. Τό εἰκο­νιζόμενο σπίτι λαϊκῆς ἀρχιτεκτο­νικῆς μέ γωνιακό σαχνισί εἶναι τό ἀρχαιότερο χρονολο­γημένο σπίτι τῆς πόλης (1841).


  Μαρμάρινη βυζαντινή διακοσμητική ἐπίστεψη ἐντοιχι­σμένη στό παρεκκλήσι τῶν Ἁγίων Θεοδώρων στήν ὁδό Ἀρι­στείδου.  Ἕνα ἀπό τά λίγα ὑπολείμ­ματα τῆς βυζαντινῆς Ξάνθειας πού εἶναι ἀκόμη ὁρατά στήν πόλη. 





Ἡ βυζαντινή Ξάνθεια
Στήν ὀνομαζόμενη σήμερα Παλιά Πόλη διακρίνονται τά ἴχνη ἑνός ὀχυρωμένου βυζαντινοῦ οἰκισμοῦ στά περιγράμματα τῶν ὁμάδων τῶν σπιτιῶν πού συγκροτοῦν τά ὅριά του, στούς στενούς, καί, ἰδίως στό βόρειο τμῆμα, στούς συχνά ἀδιεξόδους καί δαιδαλώδεις δρόμους, πού, παρά τήν ἀνοικοδόμηση τοῦ 19ου αἰώνα, φαίνεται νά διατηροῦν ἀναλλοίωτη τήν παλιά χάραξή τους.
Ἔτσι, μέ ἁπλές παρατηρήσεις, τό περίγραμμα ἑνός ὀχυρωμένου οἰκισμοῦ ἀναδύεται, ὁρίζοντας τή βυζαντινή πόλη ἀπό τίς ὄχθες τοῦ Κόσσινθου μέχρι τή σημερινή πλατεῖα Ἀντίκα καί ἀπό τή συνοικία Ἀχριάν μέχρι τό ρέμα τῆς Ἄνω Χαράδρας. Τό περίγραμμα αὐτό ὁρίζεται ἀνατολικά ἀπό τή χαράδρα τῆς κοίτης τοῦ ποταμοῦ Κόσσινθου, ὁ ὁποῖος πηγάζει ἀπό τίς νότιες παρυφές τῆς ὀροσειρᾶς τῆς Ροδόπης, ὄχι μακριά ἀπό τήν πόλη. Ἡ σήμερα ἀποξηραμένη, παλαιά κοίτη τοῦ Κόσσινθου ὁρίζει τή νότια πλευρά τῆς βυζαντινῆς πόλης, ἐνῶ τό ρέμα πού σήμερα ὀνομάζεται Κάτω Χαράδρα (ὁδός Βιζυηνοῦ) ἀποτελεῖ τό δυτικό ὅριό της. Ἡ βόρεια πλευρά τοῦ οἰκισμοῦ θά πρέπει νά ὁρίζεται στό βόρειο τμῆμα τῆς σημερινῆς Παλιᾶς Πόλης ὅπου ὑπάρχουν καί ἴχνη ὑδραγωγείου. Τό περίγραμμα τῆς βυζαντινῆς Ξάνθειας γίνεται εὐκολότερα κατανοητό ἄν ἀντιληφθοῦμε τίς σειρές τῶν σπιτιῶν στά ὅρια τοῦ οἰκισμοῦ, πού φαίνεται νά καθορίζουν ἕνα ἐξωτερικό περίβλημα μέ τούς τοίχους τους πού βλέπουν ἔξω τοῦ οἰκισμοῦ καί δημιουργοῦν κάποιο εἶδος τείχους. Ἐπίσης ἡ δαιδαλώδης μορφή τοῦ δικτύου τῶν δρόμων καί ἡ συμβολή τῶν δρόμων μέ πλάγιες κατευθύνσεις ὥστε νά μήν εἶναι ὁρατό τό μῆκος τοῦ δρόμου σέ ὅλη τήν προοπτική του, προσδίδουν στούς ἀμυνόμενους ἕνα πλεονέκτημα .
Τό ὀχυρωμένο ὕψωμα παρά τή Μονή τῶν Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν ἀποτελοῦσε τήν ἀκρόπολη τῆς βυζαντινῆς Ξάνθειας. Δέν εἶναι γνωστός ὁ τρόπος τῆς ἐπικοινωνίας τοῦ ὀχυρωμένου κάστρου τῆς Ἀκρόπολης μέ τήν παρακείμενη πόλη, ἡ ὁποία δέν φαίνεται νά εἶχε ὀχύρωση μέ τεῖχος.Οἱ ἐνδείξεις συνηγοροῦν στήν ὕπαρξη μεμονομένων ὀχυρώσεων μέ ὀχυρωματική διάταξη τῶν οἰκιῶν στόν ἐξωτερικό περίβολο καί πῦλες πού ἀσφάλιζαν τή νύχτα.
Ἡ διέλευση τῆς Ἐγνατίας Ὁδοῦ ἀπό τόν οἰκισμό τοῦ πρόσδιδε κάποια πρόσθετη σημασία. Δέν ἔχουν πιστοποιηθεῖ ἴχνη τῆς Ἐγνατίας Ὁδοῦ πού νά ξεκαθαρίζουν τό ἄν ὁ σημαντικός αὐτός δρόμος περνοῦσε ἀπό τήν πόλη καί ἄν ἡ πόλη ἀποτέλεσε κάποιο σταθμό.
Ἡ πόλη ἦταν ἀμφιθεατρικά κτισμένη στίς τελευταῖες πρός Νότο παρυφές τῆς Ροδόπης καί μέ τρόπο πού δέν ἀπαιτοῦσε χρήση εὔφορης γεωργικῆς γῆς.
Ὡστόσο τό πιο σημαντικό ἴχνος τῆς βυζαντινῆς Ξάνθειας πρέπει νά εἶναι ἡ μορφή καί ἡ διάταξη τοῦ οἰκισμοῦ ὅπως ἐπιβιώνει καί ἀναπαράγεται μέσα στούς αἰῶνες.