Οἱ ἀναφορές τῶν ἀρχαίων πηγῶν γιά τήν Ξάνθη δέν ἔχουν ἀκόμη πιστοποιηθεῖ μέ ἀνάλογα εὑρήματα. Κατά τή βυζαντινή ἐποχή, ὅμως, εἶναι βέβαιο ὅτι ἡ πόλη ὑφίσταται ὡς περιτειχισμένος οἰκισμός καί ἀποκτᾶ κάποια σπουδαιότητα κατά τά τελευταῖα χρόνια τῆς Αὐτοκρατορίας.
Ἡ περιοχή τῆς Ξάνθης διατηρεῖ τά ἱστορικά καί τά ἀνθρωπολογικά χαρακτηριστικά της στό πέρασμα τῶν αἰώνων. Στήν πρός βορρᾶ τῆς Ξάνθης ὀρεινή περιοχή οἱ γηγενεῖς ὀρεσίβιοι Πομάκοι συνεχίζουν σήμερα νά κατοικοῦν στή γενέθλια γῆ. Ἡ ὀρεινή περιοχή τῆς Ροδόπης πάνω ἀπό τήν Ξάνθη δέν ἔχει ἐγκαταλειφθεῖ ἀπό τόν πληθυσμό της, ὅπως ἄλλες ὀρεινές περιοχές τῆς χώρας. Πρός νότο τῆς Ξάνθης, πού εἶναι κτισμένη στίς ὑπώρειες τῆς Ροδόπης, ἁπλώνεται μιά εὔφορη πεδιάδα, ὅπου σήμερα κατοικοῦν ἐθνοτικές ὁμάδες γηγενεῖς ἤ μεταφερμένες ἀπό μακριά σέ διάφορες περιόδους. Ἡ πόλη καί ἡ νότια περιφέρειά της μοιάζουν μέ ἕνα καταφύγιο προσφύγων, οἱ ὁποῖοι ὑπενθυμίζουν μόνιμα τό βυζαντινό παρελθόν. Ἡ ἁρμονική συμβίωση τῶν ἐθνοτικῶν ὁμάδων πού κατοικοῦν στήν Ξάνθη καί τήν περιφέρειά της ἀποτελεῖ ἕνα ἐπίτευγμα τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας καί τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους, πού δέν εἶναι εὐρύτερα γνωστό.
Μετά τήν τουρκική κατάκτηση τῆς περιοχῆς γύρω στό 1372 Γιουροῦκοι καί Κονιάρηδες Τουρκομάνοι ἐγκαθίστανται στήν εὔφορη πεδιάδα καί ἀπωθοῦν τούς χριστιανούς κατοίκους, οἱ ὁποῖοι καταφεύγουν στά βουνά καί στήν πόλη τῆς Ξάνθης. Ἡ πεδιάδα, ἐκτός ἀπό τήν ἀκτή, σχεδόν ἐκτουρκίζεται. Τόν ἐκτουρκισμό τῆς πεδιάδας ἀκολούθησε ὁ ἐξισλαμισμός τῆς ὀρεινῆς περιοχῆς τόν 17ο αἰῶνα. Οἱ νεοφερμένοι κατακτητές Ὀθωμανοί Τοῦρκοι ἱδρύουν ἕνα νέο οἰκονομικό, διοικητικό καί θρησκευτικό κέντρο μέσα στήν εὔφορη πεδιάδα: τή Γενιτζέ Καρά Σού. Ὅμως, ἡ βυζαντινή Ξάνθεια, πόλη τῆς ὁποίας πρώτη ἀναφορά γίνεται τόν 9ο αἰῶνα, δέν παρακμάζει ὅπως τό γειτονικό βυζαντινό Περιθεώριο. Δημιουργεῖται ἔτσι ἕνα ἀστικό δίπολο, μέ τή Γενισέα μουσουλμανικό κέντρο καί τήν Ξάνθη κατοικούμενη κυρίως ἀπό Ρωμηούς.
Τούς πρώτους αἰῶνες μετά τήν τουρκική κατάκτηση ἡ μουσουλμανική παρουσία στήν πόλη ἦταν ὀλιγάριθμη γιά νά αὐξηθεῖ μετά τόν 16ο αἰῶνα. Κατά τά τέλη τοῦ 18ου αἰώνα ὑπῆρχαν στήν πόλη μουσουλμανικές συνοικίες, μάλιστα σέ μία ἀπό αὐτές κατοικοῦσαν ἀποκλειστικά Σουννίτες. Κατά τό δεύτερο μισό τοῦ 19ου αἰώνα, ὅταν ἡ πόλη γίνεται ἕδρα τοῦ Καζᾶ, δημιουργεῖται στήν περιοχή τῆς σημερινῆς Κεντρικῆς Πλατείας μουσουλμανικό θρησκευτικό, διοικητικό καί κοινωνικό κέντρο (κουλλιγιέ).
Το 1714 ἐγκαθίστανται στήν Ξάνθη χριστιανοί πρόσφυγες ἀπό τό Σαμμάκοβο τῆς Βόρειας Θράκης. Τό 1821 μετά τήν καταστολή τῆς ἐπανάστασης στή Χαλκιδική φθάνουν πρόσφυγες ἀπό τά Μαδεμοχώρια. Ἠπειρῶτες καί Μακεδόνες μετανάστες ἐγκαθίστανται στήν πόλη καθ’ ὅλο τό διάστημα ἀπό τά τέλη τοῦ 18ου αἰώνα μέχρι τούς Βαλκανικούς Πολέμους, ἀπαραίτητοι μετά τήν οἰκονομική ἀνάπτυξη πού ἔφερε ὁ καπνός.
Ἡ ἀγροτική οἰκονομία τῆς περιοχῆς θά ἀναβαθμισθεῖ μετά τόν 16ο αἰῶνα, ὅταν εἰσάγεται ἡ καλλιέργεια τοῦ καπνοῦ, γιά νά φθάσει στά τέλη τοῦ 19ου αἰώνα νά ἐνταχθεῖ σέ ἕνα εὐρύτερο οἰκονομικό σύστημα ὡς κέντρο παραγωγῆς καί ἐμπορίας καπνοῦ ὑψηλῆς ποιότητας. Τό ἐνδιαφέρον τοῦ διεθνοῦς κεφαλαίου γιά τόν καπνό μετά τό δεύτερο μισό τοῦ 18ου αἰώνα συμπίπτει μέ τήν ἀναγέννηση τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί τή δημιουργία τοῦ χώρου πού ὀνομάσθηκε καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολή. Ὁ χῶρος αὐτός ταυτίζεται μέ τόν χῶρο πού καταλάμβανε ἡ Βυζαντινή Αὐτοκρατορία κατά τήν ὕστερη φάση της καί κατοικεῖται καί ἀπό Ἕλληνες, οἱ ὁποῖοι ὡς ἕνα βαθμό διαμορφώνουν καί τόν χαρακτῆρα του. Ὁ 19ος αἰώνας βρίσκει τήν πόλη σέ μιά φάση ἀνάπτυξης καί ἐπέκτασης. Τήν ἴδια ἐποχή ἡ ἀνάγκη γιά ἐκσυγχρονισμό τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας βρίσκει τίς κοινότητες τῶν Ρωμηῶν πρόθυμους συνεργάτες. Λίγο ἀργότερα, τό πρῶτο μισό τοῦ 19ου αἰώνα, οἱ Ὀθωμανικές μεταρρυθμίσεις θά καταστήσουν τίς ρωμαίικες κοινότητες σημαντικό τμῆμα τῆς ἀστικῆς τάξης τῆς Αὐτοκρατορίας. Ἐντυπωσιακή εἶναι ἡ ἄνοδος τῆς ρωμαίικης κοινότητας τῆς Ξάνθης. Τόσο ὥστε, ὁ πλοῦτος ἀπό τό ἐμπόριο τοῦ καπνοῦ δίνει στή ρωμαίικη κοινότητα τή δυνατότητα νά ἀνοικοδομήσει ἐκ βάθρων τήν πόλη, πού τό 1829 εἶχε ἰσοπεδωθεῖ ἀπό σεισμό.
Ἐκτός ἀπό τόν καπνό, ἡ πόλη ὀφείλει τήν ἀνοικοδόμησή της μετά τούς σεισμούς καί τήν ἀκμή της κατά τό τελευταῖο τρῖτο τοῦ 19ου αἰώνα καί στήν προνομιακή της θέση πάνω σέ σημαντικούς ἐμπορικούς δρόμους. Ἡ θέση αὐτή βρίσκεται στή φυσική ἀπόληξη τῶν ὀρεινῶν δρόμων ἀπό τή Ροδόπη πρός τή θάλασσα καί ἐποπτεύει τή νότια τῆς Ροδόπης εὔφορη πεδιάδα, πηγή πλούσιας παραγωγῆς, πού στηρίζει, ἐκτός ἀπό τήν πόλη, καί πλῆθος χωριῶν.
Ὁ ρόλος τῆς ρωμαίικης κοινότητας τῆς Ξάνθης ἐντάσσεται σέ μιά εὐρύτερη πραγματικότητα. Οἱ ἑλληνικές κοινότητες κατά τήν ὕστερη Τουρκοκρατία ἀποτελοῦν ἕνα σπουδαῖο ἐπίτευγμα πού παραμένει σχετικά ἄγνωστο. Ἡ μακραίωνη πολιτική παράδοση τοῦ Ἑλληνισμοῦ συνδυάζεται μέ τήν ἐκκλησιαστική εὐχαριστιακή σύναξη μέσα στήν ἐμπειρία τοῦ κοινοτικοῦ συστήματος. Ἡ αὐτοδιοίκηση τῶν κοινοτήτων εἶναι ἕνα λαμπρό φαινόμενο ὑπεύθυνης κοινωνικῆς δημοκρατίας, ἄμεσης συμμετοχῆς, ἀλληλεγγύης, φιλανθρωπίας, ἐπαγγελματικῆς συντεχνιακῆς ὀργάνωσης καί συνείδησης τῆς ἀξίας τῆς παιδείας. Πρόκειται οὐσιαστικά γιά ἕνα ἐπιτυχές πολιτικό σύστημα πού ἐξασφαλίζει τή λειτουργία τῆς συμμετοχικῆς δημοκρατίας, τῆς κοινωνικῆς δικαιοσύνης, τήν κυριαρχία τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου καί διασφαλίζει τόν σεβασμό πρός τό φυσικό περιβάλλον.
Μετά τά μέσα τοῦ 19ου αἰώνα, οἱ ρωμαίικες κοινότητες ἐπωφελοῦνται ἀπό τίς σχετικές ἐλευθερίες, πού ἐπιτρέπουν οἱ ὀθωμανικές μεταρρυθμίσεις, καί ἐπιτυγχάνουν οὐσιαστικά νά αὐτοδιοικοῦνται. Στήν Ξάνθη, ἡ Δημογεροντία φροντίζει τά σχολεῖα, διαχειρίζεται τά ἔσοδα τῶν ἐκκλησιῶν καί τῶν μοναστηριῶν, ὅπως καί τήν κοινοτική περιουσία, κανονίζει μέ ψηφοφορία προβλήματα καί διαφωνίες, ἐνῶ ἐπιβάλλει σωφρονιστικές ποινές. Στήν πραγματικότητα ἡ Δημογεροντία διοικεῖ, διαχειρίζεται καί τιμωρεῖ. Οἱ ἴδιοι οἱ Δημογέροντες ἐκλέγονται μέ γενική συνέλευση τῶν Ρωμηῶν τῆς πόλης.
Ὁ ἑλληνικός κοινοτισμός ἐκδηλώνεται μέ τή συνεχή μέριμνα πρός τήν ἐκκλησία, τή συντεχνιακή ὀργάνωση, τή φιλανθρωπία καί τή μέριμνα γιά τήν παιδεία. Στήν Ξάνθη, οἱ κοινότητες φροντίζουν γιά τήν ἵδρυση σχολείων, πού πρόθυμα χρηματοδοτοῦν οἱ πλούσιοι ἔμποροι τοῦ καπνοῦ. Διατηρεῖται καί λειτουργεῖ ἀκόμη σήμερα τό σχολεῖο στό προαύλιο τῆς ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Βλασίου, ἐνῶ ἡ Ἑλληνική Σχολή, τό Ἀρρεναγωγεῖο Ματσίνη καί τό Νηπιαγωγεῖο Στάλιου, βρίσκονται μαζί μέ τό μητροπολιτικό μέγαρο δίπλα στόν μητροπολιτικό ναό τοῦ Τιμίου Προδρόμου.
Μέ τήν ἐνδυνάμωση τῆς ἑλληνικῆς ἐθνικῆς συνείδησης, ἡ μέριμνα γιά τήν παιδεία πραγματοποιεῖται ἀπό τούς συλλόγους. Ἡ ἱστορία τῶν ἐκπαιδευτικῶν συλλόγων τῆς Θράκης ἀρχίζει μέ τήν ἵδρυση τοῦ " Ἑλληνικοῦ Φιλολογικοῦ Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως" τό 1861, πού ἀμέσως ἀνέπτυξε λαμπρή δράση. Γρήγορα, παρόμοιοι σύλλογοι ἱδρύθηκαν σέ ὅλη τή Θράκη καί ἰδίως στήν Ἀνατολική Θράκη, ὅπου ὑπῆρχαν συμπαγεῖς καί ἀκμαῖοι ἑλληνικοί πληθυσμοί ("Θρακικός Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Ραιδεστοῦ" 1871, "Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Ἀδριανουπόλεως" 1872). Στήν Ξάνθη μετά τά παλιά "Ταμεῖα τοῦ Ἐλέους", τόν "Φιλεκπαιδευτικό Σύλλογο" καί τήν " Ἑταιρεία τῶν Ξένων", ἱδρύεται τό 1900 ὁ "Μουσικογυμναστικός Σύλλογος Ὀρφεύς".
Οἱ πλούσιοι καί κοσμοπολῖτες ἔμποροι τοῦ καπνοῦ, ὅπως καί οἱ ἱκανοποιητικά ἀμειβόμενοι ἐργάτες τοῦ καπνοῦ, πού εἶναι Ἕλληνες αὐτόχθονες ἤ νεοφερμένοι ἀπό πολλά μέρη τῆς Ἑλλάδας, δίνουν τόν χαρακτήρα στήν Ξάνθη. Εἶναι αὐτοί, οἱ ὁποῖοι, ὡς ὑπήκοοι τῆς ἀχανοῦς, ἀλλά ἀδύναμης καί ὀπισθοδρομικῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, ἀποτελοῦν σημαντικό τμῆμα τῆς ἀστικῆς της τάξης καί γίνονται φορεῖς ἐκσυγχρονισμοῦ καί ἀνάπτυξης. Οἱ ἑλληνικοί πληθυσμοί τῆς Αὐτοκρατορίας προσβλέπουν πρός τόν ἐκμοντερνισμό, τόν ὁποῖο ὑπόσχεται τό πρότυπο τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης, χωρίς ὅμως νά ἀπομακρυνθοῦν ἀπό τίς παραδόσεις τους καί τήν πνευματική τους ἡγεσία – τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Στήν πόλη τῆς Ξάνθης οἱ Ρωμηοί κυριαρχοῦν ἀπόλυτα καί, βασιζόμενοι στόν πλοῦτο τοῦ καπνοῦ, δημιουργοῦν ἕνα ἀστικό, βιομηχανικό καί βιοτεχνικό κέντρο.
Ἡ μεγάλη ἐποχή τῆς Ξάνθης ἀρχίζει γύρω στό 1860, ὅταν ἡ παρακμή τῆς Γενισέας κατευθύνει πόρους καί δραστηριότητες στήν Ξάνθη καί τήν καθιστᾶ τό 1872 ἕδρα τοῦ Καζᾶ. Τό 1891 ἡ πόλη συνδέεται σιδηροδρομικά μέ τή Θεσσαλονίκη καί τήν Κωνσταντινούπολη. Ἡ ἀνοικοδόμηση τῆς πόλης συνεχίζεται ἀδιάλειπτα, γιά νά διακοπεῖ ἀπότομα τό 1912 μέ τήν ἔκρηξη τῶν Βαλκανικῶν Πολέμων. Τό 1919 ἡ πόλη ἀπελευθερώνεται καί τό 1920 ἐνσωματώνεται στό Ἑλληνικό Κράτος.
Σταθμό στήν ἀνθρωπολογία τῆς Ξάνθης καί τῆς περιοχῆς της ἀποτελεῖ ἡ Μικρασιατική Καταστροφή. Ἀπό τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1922 καί συνεχῶς μέχρι τό 1925 καταφθάνουν στήν περιοχή χιλιάδες πρόσφυγες τῆς πάλαι ποτέ Ἑλληνικῆς Ἀνατολῆς. Τά πληθυσμιακά δεδομένα ἀνατρέπονται, νέοι οἰκισμοί δημιουργοῦνται καί οἱ μουσουλμάνοι παύουν πλέον νά ἀποτελοῦν τήν πλειοψηφία. Στήν ἴδια τήν πόλη τῆς Ξάνθης ὁ πληθυσμός ὑπερδιπλασιάζεται καί ἐκτεταμένες νέες συνοικίες τῆς προσφυγικῆς ἐγκατάστασης δημιουργοῦνται νοτιοδυτικά τῆς πόλης.
Οἱ δύο βάρβαρες βουλγαρικές κατοχές, τό 1913–1919 καί 1941–1944, δέν θά ἀφήσουν σημαντικά ἴχνη στήν πόλη, παρόλο πού χιλιάδες κάτοικοι ἀναγκάζονται νά ἐκπατρισθοῦν –πολλοί γιά νά μή γυρίσουν ποτέ πιά πίσω. Μετά τίς περιπέτειες καί τά πάθη τῆς χώρας κατά τό πρῶτο μισό τοῦ 20οῦ αἰώνα οἱ παλιοί αὐτόχθονες ἔμποροι μεταναστεύουν σέ μεγαλύτερα ἀστικά κέντρα καί νέοι ἀστικοί πληθυσμοί συγκεντρώνονται στήν πόλη. Ὁ εὐτελισμός τῆς τιμῆς τοῦ καπνοῦ εἶναι ἕνας ἀπό τούς παράγοντες πού ὁδηγοῦν στήν καθυστέρηση τῆς οἰκονομικῆς ἀνάπτυξης στήν περιοχή τῆς Ξάνθης.
Οἱ γνωστές ἐξωτερικές ἀπειλές ἀφύπνισαν τό ἑλληνικό κράτος, ὥστε μετά τό 1974 δέσμη μέτρων ἔθεσε πάλι τήν πόλη καί τήν περιφέρειά της σέ ἀναπτυξιακή τροχιά. Ἀκολούθησαν προγράμματα στήριξης τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης. Σήμερα ἡ πόλη στηρίζεται στίς ὑπηρεσίες καί τήν ἀγροτική παραγωγή τῆς περιφέρειάς της καί γνωρίζει πάλι μία περίοδο ἀνοικοδόμησης.