Παρασκευή 8 Απριλίου 2011

Χῶρος καί ἱστορία

Οἱ ἀναφορές τῶν ἀρχαίων πηγῶν γιά τήν Ξάν­θη δέν ἔχουν ἀκόμη πιστοποιηθεῖ μέ ἀνά­λογα εὑρήματα. Κατά τή βυζαντινή ἐποχή, ὅμως, εἶναι βέβαιο ὅτι ἡ πόλη ὑφίστα­ται ὡς περιτειχισμένος οἰκισμός καί ἀποκτᾶ κάποια σπουδαιότητα κατά τά τελευταῖα χρόνια τῆς Αὐτοκρατορίας.
Ἡ πε­ρι­ο­χή τῆς Ξάν­θης δια­τη­ρεῖ τά ἱστο­ρι­κά καί τά ἀν­θρω­πο­λο­γι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της στό πέ­ρα­σμα τῶν αἰώ­νων. Στήν πρός βορ­ρᾶ τῆς Ξάν­θης ὀρει­νή πε­ρι­ο­χή οἱ γη­γε­νεῖς ὀρε­σί­βι­οι Πο­μά­κοι συνε­χί­ζουν σήμερα νά κα­τοι­κοῦν στή γε­νέ­θλια γῆ.  Ἡ ὀρει­νή πε­ρι­ο­χή τῆς Ρο­δό­πης πά­νω ἀπό τήν Ξάν­θη δέν ἔχει ἐγκα­τα­λει­φθεῖ ἀπό τόν πλη­θυ­σμό της, ὅπως ἄλ­λες ὀρει­νές πε­ρι­ο­χές τῆς χώ­ρας. Πρός νό­το τῆς Ξάν­θης, πού εἶ­ναι κτι­σμέ­νη στίς ὑπώ­ρειες τῆς Ρο­δό­πης, ἁπλώ­νε­ται μιά εὔ­φο­ρη πε­διά­δα, ὅπου σή­με­ρα κα­τοι­κοῦν ἐθνο­τι­κές ὁμά­δες γη­γε­νεῖς ἤ με­τα­φερ­μέ­νες ἀπό μα­κριά σέ διά­φο­ρες πε­ρι­ό­δους.  Ἡ πό­λη καί ἡ νό­τια πε­ρι­φέ­ρειά της μοιά­ζουν μέ ἕνα κα­τα­φύ­γιο προ­σφύ­γων, οἱ ὁποῖ­οι ὑπεν­θυ­μί­ζουν μό­νι­μα τό βυ­ζαν­τι­νό πα­ρελ­θόν.  Ἡ ἁρ­μο­νι­κή συμ­βί­ω­ση τῶν ἐθνο­τι­κῶν ὁμά­δων πού κα­τοι­κοῦν στήν Ξάν­θη καί τήν πε­ρι­φέ­ρειά της ἀπο­τε­λεῖ ἕνα ἐπί­τευγ­μα τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς κοι­νω­νίας καί τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ κρά­τους, πού δέν εἶ­ναι εὐ­ρύ­τε­ρα γνω­στό.
Με­τά τήν τουρ­κι­κή κα­τά­κτη­ση τῆς πε­ρι­ο­χῆς γύ­ρω στό 1372 Γι­ου­ροῦ­κοι καί Κο­νιά­ρη­δες Τουρ­κο­μά­νοι ἐγκα­θί­σταν­ται στήν εὔ­φο­ρη πε­διά­δα καί ἀπω­θοῦν τούς χρι­στια­νούς κα­τοί­κους, οἱ ὁποῖ­οι κα­τα­φεύ­γουν στά βου­νά καί στήν πό­λη τῆς Ξάν­θης.  Ἡ πε­διά­δα, ἐκτός ἀπό τήν ἀκτή, σχε­δόν ἐκτουρ­κί­ζε­ται. Τόν ἐκτουρ­κι­σμό τῆς πε­διά­δας ἀκο­λού­θη­σε ὁ ἐξισ­λα­μι­σμός τῆς ὀρει­νῆς πε­ρι­ο­χῆς τόν 17ο αἰῶ­να. Οἱ νε­ο­φερ­μέ­νοι κα­τα­κτη­τές Ὀθω­μα­νοί Τοῦρ­κοι ἱδρύ­ουν ἕνα νέο οἰκο­νο­μι­κό, δι­οι­κη­τι­κό καί θρη­σκευ­τι­κό κέν­τρο μέ­σα στήν εὔφο­ρη πε­διά­δα: τή Γε­νι­τζέ Κα­ρά Σού.  Ὅμως, ἡ  βυ­ζαν­τι­νή Ξάν­θεια, πό­λη τῆς ὁποίας πρώ­τη ἀνα­φο­ρά γί­νε­ται τόν 9ο αἰῶ­να, δέν πα­ρακ­μά­ζει ὅπως τό γει­το­νι­κό βυ­ζαν­τι­νό Πε­ρι­θε­ώ­ριο. Δη­μι­ουρ­γεῖ­ται ἔτσι ἕνα ἀστικό δί­πο­λο, μέ τή Γε­νι­σέα μου­σουλ­μα­νι­κό κέν­τρο καί τήν Ξάν­θη κα­τοι­κού­με­νη κυ­ρί­ως ἀπό Ρω­μηούς.
Τούς πρώ­τους αἰῶ­νες με­τά τήν τουρ­κι­κή κα­τά­κτη­ση ἡ μου­σουλ­μα­νι­κή πα­ρου­σία στήν πό­λη ἦταν ὀλι­γά­ριθ­μη γιά νά αὐ­ξη­θεῖ με­τά τόν 16ο αἰῶ­να. Κα­τά τά τέ­λη τοῦ 18ου αἰώ­να ὑπῆρ­χαν στήν πό­λη μου­σουλ­μα­νι­κές συνοι­κί­ες, μά­λι­στα σέ μία ἀπό αὐ­τές κα­τοι­κοῦ­σαν ἀπο­κλει­στι­κά Σουν­νί­τες.  Κα­τά τό δεύ­τε­ρο μι­σό τοῦ 19ου αἰώ­να, ὅταν ἡ πό­λη γί­νε­ται ἕδ­ρα τοῦ Κα­ζᾶ, δημιουργεῖται στήν πε­ρι­ο­χή τῆς ση­με­ρι­νῆς Κεν­τρι­κῆς Πλα­τείας μου­σουλ­μα­νι­κό θρησκευτικό, δι­οι­κη­τι­κό καί κοι­νω­νι­κό κέν­τρο (κουλ­λι­γι­έ).
Το 1714 ἐγκα­θί­σταν­ται στήν Ξάν­θη χρι­στια­νοί πρό­σφυ­γες ἀπό τό Σαμ­μά­κο­βο τῆς Βό­ρειας Θρά­κης. Τό 1821 με­τά τήν κα­τα­στο­λή τῆς ἐπα­νά­στα­σης στή Χαλ­κι­δι­κή φθά­νουν πρό­σφυ­γες ἀπό τά Μα­δε­μο­χώ­ρια. Ἠπει­ρῶ­τες καί Μα­κε­δό­νες με­τα­νά­στες ἐγκα­θί­σταν­ται στήν πό­λη καθ’ ὅλο τό διά­στη­μα ἀπό τά τέ­λη τοῦ 18ου αἰώ­να μέ­χρι τούς Βαλ­κα­νι­κούς Πο­λέ­μους, ἀπα­ραί­τη­τοι με­τά τήν οἰκο­νο­μι­κή ἀνά­πτυ­ξη πού ἔφε­ρε ὁ κα­πνός.
Ἡ ἀγρο­τι­κή οἰκο­νο­μία τῆς πε­ρι­ο­χῆς θά ἀνα­βαθ­μι­σθεῖ με­τά τόν 16ο αἰῶ­να, ὅταν εἰσάγε­ται ἡ καλ­λι­έρ­γεια τοῦ κα­πνοῦ, γιά νά φθά­σει στά τέ­λη τοῦ 19ου αἰώ­να νά ἐν­τα­χθεῖ σέ ἕνα εὐρύ­τε­ρο οἰκο­νο­μι­κό σύ­στη­μα ὡς κέν­τρο πα­ραγω­γῆς καί ἐμπο­ρίας κα­πνοῦ ὑψη­λῆς ποι­ό­τη­τας. Τό ἐν­δια­φέ­ρον τοῦ δι­ε­θνοῦς κε­φα­λαί­ου γιά τόν κα­πνό με­τά τό δεύ­τε­ρο μι­σό τοῦ 18ου αἰώ­να συμ­πί­πτει μέ τήν ἀναγέν­νη­ση τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ καί τή δη­μι­ουρ­γία τοῦ χώρου πού ὀνο­μά­σθη­κε κα­θ’ ἡ­μᾶς Ἀνα­το­λή.  Ὁ χῶ­ρος αὐ­τός ταυτίζεται μέ τόν χῶ­ρο πού κα­τα­λάμ­βα­νε ἡ Βυ­ζαν­τι­νή Αὐ­το­κρα­το­ρία κα­τά τήν ὕστε­ρη φά­ση της καί κα­τοι­κεῖ­ται καί ἀπό  Ἕλ­λη­νες, οἱ ὁποῖ­οι ὡς ἕνα βαθ­μό δια­μορ­φώ­νουν καί τόν χα­ρα­κτῆρα του.  Ὁ 19ος αἰώνας βρίσκει τήν πόλη σέ μιά φάση ἀνάπτυξης καί ἐπέκτασης.  Τήν ἴδια ἐπο­χή ἡ ἀνάγ­κη γιά ἐκ­συγ­χρο­νι­σμό τῆς Ὀθω­μα­νι­κῆς Αὐ­το­κρα­το­ρίας βρί­σκει τίς κοι­νό­τη­τες τῶν Ρω­μη­ῶν πρό­θυ­μους συνερ­γά­τες. Λί­γο ἀρ­γό­τε­ρα, τό πρῶ­το μι­σό τοῦ 19ου αἰώ­να, οἱ Ὀθω­μα­νι­κές με­ταρ­ρυθ­μί­σεις θά κα­τα­στή­σουν τίς ρω­μαί­ι­κες κοι­νό­τη­τες ση­μαν­τι­κό τμῆ­μα τῆς ἀστι­κῆς τά­ξης τῆς Αὐ­το­κρα­το­ρίας.  Ἐν­τυ­πω­σια­κή εἶ­ναι ἡ ἄνο­δος τῆς ρω­μαί­ι­κης κοι­νό­τη­τας τῆς Ξάν­θης. Τό­σο ὥστε, ὁ πλοῦ­τος ἀπό τό ἐμπό­ριο τοῦ κα­πνοῦ δί­νει στή ρω­μαί­ι­κη κοι­νό­τη­τα τή δυ­να­τό­τη­τα νά ἀνοι­κο­δο­μή­σει ἐκ βά­θρων τήν πό­λη, πού τό 1829 εἶ­χε ἰσο­πε­δω­θεῖ ἀπό σει­σμό.
Ἐκτός ἀπό τόν καπνό, ἡ πό­λη ὀφεί­λει τήν ἀνοι­κο­δό­μη­σή της με­τά τούς σει­σμούς καί τήν ἀκμή της κα­τά τό τε­λευ­ταῖο  τρῖ­το τοῦ 19ου αἰώ­να καί στήν προ­νο­μια­κή της θέ­ση πά­νω σέ ση­μαν­τι­κούς ἐμπο­ρι­κούς δρό­μους.  Ἡ θέ­ση αὐ­τή βρί­σκε­ται στή φυ­σι­κή ἀπό­λη­ξη τῶν ὀρει­νῶν δρό­μων ἀπό τή Ρο­δό­πη πρός τή θά­λασ­σα καί ἐπο­πτεύ­ει τή νό­τια τῆς Ρο­δό­πης εὔ­φο­ρη πε­διά­δα, πη­γή πλού­σιας πα­ρα­γω­γῆς, πού στη­ρί­ζει, ἐκτός ἀπό τήν πό­λη, καί πλῆ­θος χω­ρι­ῶν.
Ὁ ρόλος τῆς ρωμαίικης κοινότητας τῆς Ξάνθης ἐντάσσεται σέ μιά εὐρύτερη πραγμα­τικότητα.  Οἱ ἑλ­λη­νι­κές κοι­νό­τη­τες κα­τά τήν ὕστε­ρη Τουρ­κο­κρα­τία ἀπο­τε­λοῦν ἕνα σπου­δαῖο ἐπίτευγμα πού παραμένει σχετικά ἄγνωστο.  Ἡ μα­κραί­ω­νη πο­λι­τι­κή πα­ρά­δο­ση τοῦ  Ἑλ­λη­νι­σμοῦ συν­δυ­ά­ζε­ται μέ τήν ἐκ­κλη­σια­στι­κή εὐ­χα­ρι­στια­κή σύ­να­ξη μέ­σα στήν ἐμπει­ρία τοῦ κοι­νο­τι­κοῦ συ­στή­μα­τος.  Ἡ αὐ­το­δι­οί­κη­ση τῶν κοι­νο­τή­των εἶ­ναι ἕνα λαμπρό φαι­νό­με­νο ὑπεύ­θυ­νης κοι­νω­νι­κῆς δη­μο­κρα­τίας, ἄμε­σης συμ­με­το­χῆς, ἀλ­λη­λεγ­γύ­ης, φι­λαν­θρω­πίας, ἐπαγ­γελ­μα­τι­κῆς συν­τε­χνια­κῆς ὀρ­γά­νω­σης καί συνεί­δη­σης τῆς ἀξίας τῆς παι­δείας. Πρό­κει­ται οὐ­σια­στι­κά γιά ἕνα ἐπι­τυ­χές πο­λι­τι­κό σύ­στη­μα πού ἐξα­σφα­λί­ζει τή λει­τουρ­γία τῆς συμ­με­το­χι­κῆς δη­μο­κρα­τίας, τῆς κοι­νω­νι­κῆς δι­και­ο­σύ­νης, τήν κυ­ριαρ­χία τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου προ­σώ­που καί δια­σφα­λί­ζει τόν σε­βα­σμό πρός τό φυ­σι­κό πε­ρι­βάλ­λον.
Με­τά τά μέ­σα τοῦ 19ου αἰώ­να, οἱ ρω­μαί­ι­κες κοι­νό­τη­τες ἐπω­φε­λοῦν­ται ἀπό τίς σχε­τι­κές ἐλευ­θε­ρί­ες, πού ἐπι­τρέ­πουν οἱ ὀθω­μα­νι­κές με­ταρ­ρυθ­μί­σεις, καί ἐπι­τυγ­χά­νουν οὐ­σια­στι­κά νά αὐ­το­δι­οι­κοῦν­ται. Στήν Ξάν­θη, ἡ Δη­μο­γε­ρον­τία φρον­τί­ζει τά σχο­λεῖ­α, δια­χει­ρί­ζε­ται τά ἔσο­δα τῶν ἐκ­κλη­σι­ῶν καί τῶν μο­να­στη­ρι­ῶν, ὅπως καί τήν κοι­νο­τι­κή πε­ρι­ου­σία, κα­νο­νί­ζει μέ ψη­φο­φο­ρία προ­βλή­μα­τα καί δια­φω­νί­ες, ἐνῶ ἐπι­βάλ­λει σω­φρο­νι­στι­κές ποι­νές. Στήν πρα­γμα­τι­κό­τη­τα ἡ Δη­μο­γε­ρον­τία δι­οι­κεῖ, δια­χει­ρί­ζε­ται καί τι­μω­ρεῖ. Οἱ ἴδι­οι οἱ Δη­μο­γέ­ρον­τες ἐκλέ­γον­ται μέ γε­νι­κή συνέ­λευ­ση τῶν Ρω­μη­ῶν τῆς πό­λης.
Ὁ ἑλ­λη­νι­κός κοι­νο­τι­σμός ἐκ­δη­λώ­νε­ται μέ τή συνε­χή μέ­ριμ­να πρός τήν ἐκ­κλη­σία, τή συν­τε­χνια­κή ὀρ­γά­νω­ση, τή φι­λαν­θρω­πία καί τή μέ­ριμ­να γιά τήν παι­δεία. Στήν Ξάν­θη, οἱ κοι­νό­τη­τες φρον­τί­ζουν γιά τήν ἵδρυ­ση σχο­λεί­ων, πού πρό­θυ­μα χρη­μα­το­δο­τοῦν οἱ πλού­σι­οι ἔμπο­ροι τοῦ κα­πνοῦ. Δια­τη­ρεῖ­ται καί λει­τουρ­γεῖ ἀκό­μη σή­με­ρα τό σχο­λεῖο  στό προ­αύ­λιο τῆς ἐκ­κλη­σίας τοῦ Ἁ­γίου Βλα­σί­ου, ἐνῶ ἡ  Ἑλ­λη­νι­κή Σχο­λή, τό Ἀρρεναγωγεῖο  Μα­τσί­νη καί τό Νη­πια­γω­γεῖο  Στά­λιου, βρί­σκον­ται μα­ζί μέ τό μη­τρο­πο­λι­τι­κό μέ­γα­ρο δί­πλα στόν μη­τρο­πο­λι­τι­κό να­ό τοῦ Τι­μί­ου Προ­δρό­μου.
Μέ τήν ἐν­δυ­νά­μω­ση τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς ἐθνι­κῆς συνεί­δη­σης, ἡ μέ­ριμ­να γιά τήν παι­δεία πρα­γμα­το­ποι­εῖ­ται ἀπό τούς συλ­λό­γους.  Ἡ ἱστο­ρία τῶν ἐκ­παι­δευ­τι­κῶν συλ­λό­γων τῆς Θρά­κης ἀρ­χί­ζει μέ τήν ἵδρυ­ση τοῦ "  Ἑλ­λη­νι­κοῦ Φι­λο­λο­γι­κοῦ Συλ­λό­γου Κων­σταν­τι­νου­πό­λεως" τό 1861, πού ἀμέ­σως ἀνέ­πτυ­ξε λαμ­πρή δρά­ση. Γρή­γο­ρα, πα­ρό­μοι­οι σύλ­λο­γοι ἱδρύ­θη­καν σέ ὅλη τή Θρά­κη καί ἰδί­ως στήν Ἀνα­το­λι­κή Θρά­κη, ὅπου ὑπῆρ­χαν συμ­πα­γεῖς καί ἀκμαῖ­οι ἑλ­λη­νι­κοί πλη­θυ­σμοί ("Θρα­κι­κός Φι­λεκ­παι­δευ­τι­κός Σύλ­λο­γος Ραι­δε­στοῦ" 1871, "Φι­λεκ­παι­δευ­τι­κός Σύλ­λο­γος Ἀδρια­νου­πό­λεως" 1872). Στήν Ξάν­θη με­τά τά πα­λιά "Ταμεῖα τοῦ  Ἐλέ­ους", τόν "Φι­λεκ­παι­δευ­τι­κό Σύλ­λο­γο" καί τήν "  Ἑ­ται­ρεία τῶν Ξέ­νων", ἱδρύ­ε­ται τό 1900 ὁ "Μου­σι­κο­γυμ­να­στι­κός Σύλ­λο­γος Ὀρ­φεύς".
Οἱ πλού­σι­οι καί κο­σμο­πο­λῖτες ἔμπο­ροι τοῦ κα­πνοῦ, ὅπως καί οἱ ἱκα­νο­ποι­η­τι­κά ἀμει­βό­με­νοι ἐρ­γά­τες τοῦ κα­πνοῦ, πού εἶ­ναι  Ἕλ­λη­νες αὐ­τό­χθο­νες ἤ νε­ο­φερ­μέ­νοι ἀπό πολ­λά μέ­ρη τῆς  Ἑλ­λά­δας, δί­νουν τόν χα­ρα­κτή­ρα στήν Ξάνθη. Εἶ­ναι αὐ­τοί, οἱ ὁποῖ­οι,  ὡς ὑπή­κο­οι τῆς ἀχα­νοῦς, ἀλ­λά ἀδύ­να­μης καί ὀπι­σθο­δρο­μι­κῆς Ὀθω­μα­νι­κῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας, ἀπο­τε­λοῦν ση­μαν­τι­κό τμῆ­μα τῆς ἀστι­κῆς της τά­ξης καί γί­νον­ται φο­ρεῖς ἐκ­συγ­χρο­νι­σμοῦ καί ἀνά­πτυ­ξης. Οἱ ἑλ­λη­νι­κοί πλη­θυ­σμοί τῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας προ­σβλέ­πουν πρός τόν ἐκμον­τερ­νι­σμό, τόν ὁποῖο  ὑπό­σχε­ται τό πρό­τυ­πο τῆς Δυ­τι­κῆς Εὐ­ρώ­πης, χω­ρίς ὅμως νά ἀπο­μα­κρυν­θοῦν ἀπό τίς πα­ρα­δό­σεις τους καί τήν πνευ­μα­τι­κή τους ἡ­γε­σία – τό Οἰκου­με­νι­κό Πα­τριαρ­χεῖο. Στήν πό­λη τῆς Ξάνθης οἱ Ρω­μηοί κυ­ριαρ­χοῦν ἀπό­λυ­τα καί, βα­σι­ζό­με­νοι στόν πλοῦ­το τοῦ κα­πνοῦ, δη­μι­ουρ­γοῦν ἕνα ἀστι­κό, βι­ο­μη­χα­νι­κό καί βι­ο­τε­χνι­κό κέν­τρο.
Ἡ με­γά­λη ἐπο­χή τῆς Ξάν­θης ἀρ­χί­ζει γύ­ρω στό 1860, ὅταν ἡ πα­ρακ­μή τῆς Γε­νι­σέ­ας κα­τευ­θύ­νει πό­ρους καί δρα­στη­ρι­ό­τη­τες στήν Ξάν­θη καί τήν κα­θι­στᾶ τό 1872 ἕδρα τοῦ Καζᾶ. Τό 1891 ἡ πό­λη συν­δέ­ε­ται σι­δη­ρο­δρο­μι­κά μέ τή Θεσ­σα­λο­νί­κη καί τήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη.  Ἡ ἀνοι­κο­δό­μη­ση τῆς πό­λης συνε­χί­ζε­ται ἀδιά­λει­πτα, γιά νά δια­κο­πεῖ ἀπό­το­μα τό 1912 μέ τήν ἔκρη­ξη τῶν Βαλ­κα­νι­κῶν Πο­λέ­μων. Τό 1919 ἡ πό­λη ἀπελευθερώνεται καί τό 1920 ἐν­σω­μα­τώ­νε­ται στό  Ἑ­λλη­νι­κό Κρά­τος. 
Σταθ­μό στήν ἀν­θρω­πο­λο­γία τῆς Ξάν­θης καί τῆς πε­ρι­ο­χῆς της ἀπο­τε­λεῖ ἡ Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή.  Ἀπό τόν Σε­πτέμ­βριο τοῦ 1922 καί συνε­χῶς μέ­χρι τό 1925 κα­τα­φθά­νουν στήν πε­ρι­ο­χή χι­λιά­δες πρό­σφυ­γες τῆς πάλαι πο­τέ  Ἑλ­λη­νι­κῆς Ἀνα­το­λῆς. Τά πλη­θυ­σμια­κά δε­δο­μέ­να ἀνα­τρέ­πον­ται, νέ­οι οἰκι­σμοί δη­μι­ουρ­γοῦν­ται καί οἱ μου­σουλ­μά­νοι παύ­ουν πλέ­ον νά ἀπο­τε­λοῦν τήν πλει­ο­ψη­φία. Στήν ἴδια τήν πό­λη τῆς Ξάν­θης ὁ πλη­θυ­σμός ὑπερ­δι­πλα­σιά­ζε­ται καί ἐκτε­τα­μέ­νες νέες συνοι­κίες τῆς προ­σφυ­γι­κῆς ἐγκα­τά­στα­σης δη­μι­ουρ­γοῦν­ται νο­τι­ο­δυ­τι­κά τῆς πό­λης.
Οἱ  δύο  βάρ­βα­ρες βουλ­γα­ρι­κές κα­το­χές, τό 1913–1919 καί 1941–1944, δέν θά ἀφή­σουν ση­μαν­τι­κά ἴχνη στήν πό­λη, πα­ρό­λο πού χι­λιά­δες κά­τοι­κοι ἀναγ­κά­ζον­ται νά ἐκ­πα­τρι­σθοῦν –πολ­λοί γιά νά μή γυ­ρί­σουν πο­τέ πιά πί­σω. Με­τά τίς πε­ρι­πέ­τειες καί τά πά­θη τῆς χώ­ρας κα­τά τό πρῶ­το μι­σό τοῦ 20οῦ  αἰώ­να οἱ πα­λιοί αὐ­τό­χθο­νες ἔμπο­ροι με­τα­να­στεύ­ουν σέ με­γα­λύ­τε­ρα ἀστι­κά κέν­τρα καί νέ­οι ἀστι­κοί πλη­θυ­σμοί συγ­κεν­τρώ­νον­ται στήν πό­λη.  Ὁ εὐ­τε­λι­σμός τῆς τι­μῆς τοῦ κα­πνοῦ εἶ­ναι ἕνας ἀπό τούς πα­ρά­γον­τες πού ὁδη­γοῦν στήν κα­θυ­στέ­ρη­ση τῆς οἰκο­νο­μι­κῆς ἀνά­πτυ­ξης στήν πε­ρι­ο­χή τῆς Ξάν­θης.
Οἱ γνω­στές ἐξω­τε­ρι­κές ἀπει­λές ἀφύ­πνι­σαν τό ἑλ­λη­νι­κό κρά­τος, ὥστε με­τά τό 1974 δέ­σμη μέ­τρων ἔθε­σε πά­λι τήν πό­λη καί τήν πε­ρι­φέ­ρειά της σέ ἀνα­πτυ­ξια­κή τρο­χιά.  Ἀκο­λού­θη­σαν προ­γράμ­μα­τα στή­ρι­ξης τῆς Εὐ­ρω­πα­ϊ­κῆς  Ἕ­νω­σης. Σή­με­ρα ἡ πό­λη στη­ρί­ζε­ται στίς ὑπη­ρε­σίες καί τήν ἀγρο­τι­κή πα­ρα­γω­γή τῆς πε­ρι­φέ­ρειάς της καί γνω­ρί­ζει πά­λι μία πε­ρί­ο­δο ἀνοι­κο­δό­μη­σης. 

Τετάρτη 6 Απριλίου 2011

Ἡ Παλιά Πόλη τῆς Ξάνθης





Στή σή­με­ρα ὀνο­μα­ζό­με­νη Πα­λιά Πό­λη πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται ὁ χῶ­ρος πού ἱστο­ρι­κά προσ­δι­ό­ρι­ζε τόν βυ­ζαν­τι­νό οἰκι­σμό καί τόν οἰκι­σμό τῆς Τουρ­κο­κρα­τί­­ας.  Πε­ρι­λαμ­βά­νον­ται δη­λα­δή οἱ ση­με­ρι­νές συνοι­κί­ες Μη­τρο­πό­λε­ως, Κα­βα­κί­ου (Τα­ξιαρ­χῶν), Ἀκάθιστου   Ὕμ­νου καί ἡ μου­σουλ­μα­νι­κή συνοι­κία Ἀ­κρο­πό­λε­ως (Ἀ­χρι­άν). Πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται ἐπί­σης ὁ λε­γό­με­νος Πά­νω Μα­χα­λᾶς, πε­ρι­ο­χή τμῆ­μα τῆς ὁποί­ας ἀγο­ρά­σθη­κε γύ­ρω στά μέ­σα τοῦ 19ου αἰώ­να ἀπό τούς μου­σουλ­μά­νους ἰδι­ο­κτῆ­τες της.  Ἡ ὕπαρ­ξη στήν πε­ρι­ο­χή τοῦ Πάνω Μαχαλᾶ δύο ἀπό τίς πα­λιές­ ἐκ­κλη­σί­ες τῆς Ξάν­θης μαρ­τυ­ρᾶ τήν ἐκεῖ ἀπό αἰώ­νων πα­ρου­σία χρι­στια­νῶν κα­τοί­κων.  Ἡ πε­ρι­ο­χή αὐ­τή ἀνοι­κο­δο­μή­θη­κε γιά  νά στε­γά­σει πολ­λούς ἀπό αὐ­τούς πού ἀπέ­κτη­σαν πλοῦ­το ἀπό τό ἐμ­πό­ριο τοῦ κα­πνοῦ. Ὀνο­μά­σθη­κε ἔτσι καί συνοι­κία τῶν Κα­πνεμ­πό­ρων. Στήν Πα­λιά Πό­λη πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται, ἐπί­σης, καί ἡ συνοι­κία Σα­μα­κώβ, στήν ὁποία κα­τοί­κη­σαν οἱ πρό­σφυ­γες ἀπό τήν ὁμώ­νυ­μη πό­λη τῆς Βό­ρειας Θρά­κης. Τἐλος, στήν Πα­λιά Πό­λη πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται καί ἡ μου­σουλ­μα­νι­κή συνοι­κία Σοῦν­νε. Εἶ­ναι δη­λα­δή ἡ Πα­λιά Πό­λη ὁ χῶ­ρος ὁ ὁποῖ­ος προ­στα­τεύ­ε­ται νο­μο­θε­τι­κά μέ τήν ἀνα­κή­ρυ­ξή του ὡς δια­τη­ρη­τέ­ου οἰκι­σμοῦ στίς 5 Μα­ΐ­ου 1976.
Ὁ δια­χω­ρι­σμός τῶν συνοι­κι­ῶν σέ χρι­στια­νι­κές καί μου­σουλ­μα­νι­κές ἐπι­βάλ­λε­ται ἀπό τήν ὀθω­μα­νι­κή δι­οί­κη­ση. Σύμ­φω­να μέ τήν ὀθω­μα­νι­κή ἀν­τί­λη­ψη, οἱ ὑπή­κο­οι τῆς Ὀθω­μα­νι­κῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας χω­ρί­ζον­ται μέ βά­ση τόν ἰσ­λα­μι­κό νό­μο σέ μου­σουλ­μά­νους καί μή μου­σουλ­μά­νους, σέ κύ­ρι­ους καί ὑπο­τα­γμέ­νους.  Ὁ δια­χω­ρι­σμός αὐ­τός ἐπι­βάλ­λε­ται μέ κα­νο­νι­σμούς καί στό δο­μη­μέ­νο πε­ρι­βάλ­λον, ὥστε πάν­τα νά προ­βάλ­λε­ται τό μου­σουλ­μαι­κό στοι­χεῖο.  Αὐ­στη­ρά πε­ρι­ο­ρι­στι­κά μέ­τρα ἐπι­βάλ­λουν κα­νο­νι­σμούς καί ἀπα­γο­ρεύ­σεις, ὥστε τά θρη­σκευ­τι­κά κτή­ρια τῶν ὑπο­δού­λων λα­ῶν νά μήν εἶ­ναι ἐμ­φα­νῆ καί νά μήν προ­βάλ­λον­ται, ἀλ­λά καί νά μή κτί­ζον­ται και­νούρ­για.  Ἀνά­λο­γα, οἱ οἰκο­δο­μές ἀνε­γεί­ρον­ται μέ δια­φο­ρε­τι­κά μέ­τρα δό­μη­σης γιά  κά­θε κα­τη­γο­ρία πο­λι­τῶν. Τά σπίτια τῶν χριστιανῶν δέν μποροῦν νά εἶναι ὑψηλότερα ἀπό αὐτά τῶν μουσουλ­μάνων, ἀλλά καί δέν μποροῦν νά εἶναι τριώροφα.  Ἡ πό­λη δια­χω­ρί­ζε­ται σέ πε­ρι­ο­χές μου­σουλ­μά­νων καί μή μου­σουλ­μά­νων μέ δια­φο­ρε­τι­κούς κα­νο­νι­σμούς γιά  τήν ἀνέ­γερ­ση τῶν κα­τοι­κι­ῶν καί ὀρ­γα­νώ­νε­ται σέ ἑνό­τη­τες.
Κα­τά εὐ­τυ­χῆ συγ­κυ­ρία ἡ ἀνοι­κο­δό­μη­ση τῆς Ξάν­θης, ὅπως εἶναι σήμερα γνωστή ὡς Παλιά Πόλη, λαμ­βά­νει χώ­ρα σέ μία ἐπο­χή κα­τά τήν ὁποία αἵ­ρον­ται οἱ αὐ­στη­ροί κα­νο­νι­σμοί πού ἀφο­ροῦ­σαν τά θρη­σκευ­τι­κά καί κο­σμι­κά κτί­σμα­τα τῶν μή μου­σουλ­μα­νι­κῶν πλη­θυ­σμῶν τῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας. Σύμ­φω­να μέ τόν ἱε­ρό νό­μο, ἀπα­γο­ρευ­ό­ταν ἡ ἀνέ­γερ­ση νέ­ων ἐκ­κλη­σι­ῶν καί μό­νο κα­τ’ ἐξαί­ρε­ση ἐπι­τρε­πό­ταν ἡ ἐπι­σκευή τῶν πα­λαι­ῶν πού ὑπῆρ­χαν πρίν τήν τουρ­κι­κή κα­τά­κτη­ση. Κα­τά τήν περί­ο­δο τοῦ Ταν­ζι­μάτ, καί ἰδί­ως με­τά τή δη­μο­σί­ευ­ση τοῦ Χά­τι Χου­μα­γι­οῦν τοῦ 1856, ἀρχί­ζει νά ἐπι­τρέ­πε­ται ἡ ἀνέ­γερ­ση νέ­ων ἐκ­κλη­σι­ῶν, ἀφοῦ ὑπο­βλη­θεῖ πρῶ­τα σχέ­διο στή δι­οί­κη­ση καί ἐγκρι­θεῖ μέ αὐ­το­κρα­το­ρι­κό δι­ά­τα­γμα. Οἱ μεταρρυθμίσεις τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ἀπέβλεπαν στό διοικητικό, τόν οἰκονομικό καί τόν κοινωνικό ἐκσυγχρονισμό τῆς Ὀθω­μανικῆς Αὐτοκρατορίας. Οἱ οἰκο­δο­μές καί κα­τοι­κίες τῶν μή μου­σουλ­μά­νων, οἱ ὁποῖες βρι­σκό­ταν κά­τω ἀπό αὐ­στη­ρή ἐπι­τή­ρη­ση, μπο­ροῦν πλέον νά ἀνε­γεί­ρον­ται χω­ρίς τίς δια­κρί­σεις πού ἴσχυαν ἐπί αἰῶ­νες. Τό ἐπι­τρε­πό­με­νο ὕψος, ὁ ἀριθ­μός τῶν ὀρό­φων, τά χρώ­μα­τα τῶν κα­τοι­κι­ῶν τῶν μή μου­σουλ­μά­νων δέν βρί­σκον­ται πλέον κά­τω ἀπό ἀπα­γο­ρευ­τι­κά ὅρια.  Ἐνῶ ἐξα­κο­λου­θοῦν νά ἰσχύ­ουν οἱ κα­νό­νες γιά  τήν ὀρ­γά­νω­ση τῆς πό­λης, τῶν συνοι­κι­ῶν, τόν δια­χω­ρι­σμό τῶν κοι­νο­τή­των καί τῶν χρή­σε­ων.
Ὁ οἰκι­σμός πού σή­με­ρα χα­ρα­κτη­ρί­ζου­με ὡς Πα­λιά Πό­λη τῆς Ξάν­θης εἶ­ναι κτι­σμέ­νος με­τά τό 1829Ἡ Πα­λιά Πό­λη τῆς Ξάν­θης δια­τη­ρεῖ λί­γα ἴχνη τῆς βυ­ζαν­τι­νῆς Ξάν­θειας, πού ἐντο­πί­ζον­ται στά θε­μέ­λια τῶν ἐκ­κλη­σι­ῶν καί στή δι­ά­τα­ξη τοῦ πο­λε­ο­δο­μι­κοῦ ἱστοῦ, ὅπως καί τῶν μο­να­στη­ρι­ῶν πού ἔχουν ἱδρυ­θεῖ με­τά τή με­σο­βυ­ζαν­τι­νή ἐπο­χή καί εἶναι τοποθετη­μένα, ὥστε νά καθαγιάζουν τόν χῶρο.  Ἡ Πα­λιά Πό­λη τῆς Ξάν­θης δια­τη­ρεῖ­ται σή­με­ρα σέ με­γά­λο βαθ­μό ἄθι­κτη καί ἔχει κη­ρυ­χθεῖ δια­τη­ρη­τέα τό 1976.  Ἡ δια­τή­ρη­σή της ὀφεί­λε­ται στήν οἰκο­νο­μι­κή δυ­σπρα­γία τῶν πρώ­των με­τα­πο­λε­μι­κῶν ἐτῶν, ἡ ὁποία δέν ἐπέ­τρε­ψε τήν ἀνοι­κο­δό­μη­ση μέ πο­λυ­κα­τοι­κί­ες, ὅπως ἔγι­νε στίς ἄλ­λες ἑλ­λη­νι­κές πό­λεις.  Ὁ σω­ζό­με­νος σή­με­ρα οἰκι­σμός τῆς Πα­λιᾶς Πό­λης τῆς Ξάν­θης εἶ­ναι ὁ με­γα­λύ­τε­ρος πα­ρα­δο­σια­κός οἰκι­σμός πού δια­σώ­ζε­ται στή Βό­ρειο  Ἑλ­λά­δα, ἀλ­λά καί μα­ζί τό κα­λύ­τε­ρα δια­τη­ρού­με­νο δο­μη­μέ­νο δεῖ­γμα τῆς κοι­νο­τι­κῆς ὀρ­γά­νω­σης τῶν  Ἑλ­λή­νων κα­τά τήν ὕστε­ρη Τουρ­κο­κρα­τία πού δια­σώ­ζε­ται στόν ἑλ­λα­δι­κό χῶ­ρο.
Πα­ρά τό ὅτι μι­λᾶ­με γιά  τήν "Πα­λιά Πό­λη" τῆς Ξάν­θης, ὡ­στό­σο –σέ σχέ­ση μέ τό ἱστο­ρι­κό βά­θος τῆς πα­τρί­δας μας–, χα­ρα­κτη­ρί­ζου­με ἔτσι μία σχε­τι­κῶς νε­ό­κτι­στη πό­λη. Κτί­το­ρας τῆς Πα­λι­ᾶς Πό­λης τῆς Ξάν­θης εἶ­ναι ἡ Ἑλληνορθόδοξη Κοινότητα. Πρω­τερ­γά­της τῆς ἀνοι­κο­δό­μη­σης εἶ­ναι ἡ κε­φα­λή τῆς Δη­μο­γε­ρον­τί­ας ὁ Μη­τρο­πο­λί­της Εὐ­γέ­νι­ος, ὁ ὁποῖ­ος ἀρ­χι­ε­ρά­τευε τήν κρί­σι­μη δε­κα­ε­τία τοῦ 1830.  Ἡ ἐξω­στρέ­φεια τῶν Ρω­μη­ῶν ἐμπό­ρων τοῦ κα­πνοῦ καί ἡ αἴγλη τῆς με­γά­λης ἀστι­κῆς πα­ρά­δο­σης τῶν Δυ­τι­κῶν συν­τε­λοῦν ὥστε ἡ πόλη νά ἀνοι­κο­δο­μη­θεῖ ὡς ἕ­να ὑβρί­διο τῆς "ἀρ­χον­τι­κῆς" ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κῆς τοῦ νό­τι­ου ἑλ­λη­νι­κοῦ χώ­ρου τοῦ 18ου αἰώ­να (Πήλιο, Ζαγόρι, Δυτική Μακεδονία) καί τῆς ἐκλε­κτι­κι­στι­κῆς ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κῆς τῆς Κεν­τρι­κῆς Εὐ­ρώ­πης, ὅπως αὐ­τή θρι­άμ­βευε τήν ἐπο­χή ἐκεί­νη στά ἀστι­κά κέν­τρα τῆς Ὀθω­μα­νι­κῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας.
Ἡ κα­τε­στραμ­μέ­νη πό­λη ἀνοι­κο­δο­μεῖ­ται μέ πό­λους καί πυ­ρῆ­νες τά θε­μέ­λια τῶν ἐκ­κλη­σι­ῶν, πού ἀνῆ­καν μᾶλ­λον στή βυ­ζαν­τι­νή Ξάν­θεια καί πού πά­νω τους στη­ρί­χθη­καν οἱ νέες ἐκ­κλη­σίες –κέν­τρα τῶν συνοι­κι­ῶν.  Ἡ ὁδική χάραξη φαίνεται νά παραμένει σταθερή.  Ἡ ἀνοι­κο­δό­μη­ση ἔγι­νε μέ γνώ­μο­να τίς νε­ο­ελ­λη­νι­κές κοι­νο­τι­κές ἀντι­λή­ψεις, ἀλλά καί σύμφω­να μέ πρακτικές αἰώνων: εἶ­ναι πλή­ρης ὁ ἐθνι­κο­θρη­σκευ­τι­κός δια­χω­ρι­σμός καί οἱ χρι­στια­νι­κές συνοι­κί­ες, οἱ ὁποῖες πα­ρα­μέ­νουν στά ὅρια πού ἔχουν κα­θι­ε­ρω­θεῖ ἐπί αἰῶνες, ἁπλώ­νον­ται πέ­ριξ τῶν ἐκ­κλη­σι­ῶν πού ἀπο­τε­λοῦν καί τά κέν­τρα τοῦ οἰκι­στι­κοῦ ἱστοῦ.  Ἡ πο­λε­ο­δο­μι­κή μορ­φή τοῦ χώ­ρου τῆς Ξάν­θης ὀρ­γα­νώ­νε­ται σέ γει­το­νιές­ (μα­χα­λᾶ­δες), σύμ­φω­να μέ τίς ὀθω­μα­νι­κές ἀντι­λή­ψεις καί πρα­κτι­κές δι­οί­κη­σης, μέ δια­χω­ρι­σμό τῶν κα­τα­κτη­μέ­νων λα­ῶν σέ θρη­σκευ­τι­κά ἔθνη (μιλ­λέτ).
Δέν σώ­ζε­ται σχε­δόν τί­πο­τε μέ­σα στήν πό­λη πού νά πα­ρα­πέμ­πει σέ ἐπο­χή πα­λαι­ό­τε­ρη τῶν σει­σμῶν. Τό πα­λαι­ό­τε­ρο χρο­νο­λο­γη­μέ­νο σπί­τι τῆς Ξάν­θης ἀνά­γε­ται στό 1849.  Ἀμέ­σως με­τά τήν κα­τα­στρο­φή τοῦ 1829, ὅμως, ἀνε­γεί­ρον­ται ἀπό τόν Μη­τρο­πο­λί­τη Εὐ­γέ­νιο πέν­τε κοι­νο­τι­κοί να­οί μέ­σα στήν πό­λη, τό κα­θο­λι­κό τῆς Μο­νῆς τῆς Ἀρ­χαγ­γε­λι­ώ­τισ­σας καί τρεῖς να­οί στήν πε­ρι­φέ­ρεια.  Ἡ ἐντυ­πω­σια­κή αὐ­τή οἰκο­δο­μι­κή ἔξαρ­ση θά πρέ­πει νά στη­ρί­χθη­κε στίς οἰκο­νο­μι­κές δυ­να­τό­τη­τες πού πρό­σφε­ρε στόν Μη­τρο­πο­λί­τη Εὐ­γέ­νιο ἡ ρω­μαί­ι­κη κοι­νό­τη­τα. Εὐ­νο­ϊ­κές ἦταν, ὅπως ἐξηγήθηκε, καί οἱ πο­λι­τι­κές συν­θῆ­κες.
 Ὅ­λα τά σπί­τια ἔχουν θέα πρός τήν πε­δι­ά­δα καί ἐλεύ­θε­ρο ὁρί­ζον­τα κα­τά πα­λαι­ό­τα­τη πο­λε­ο­δο­μι­κή πρα­κτι­κή τῶν Βυ­ζαν­τι­νῶν πού υἱο­θέ­τη­σαν καί οἱ Ὀθω­μα­νοί Τοῦρ­κοι: μπο­ροῦ­σες νά κτί­σεις ὅπως ἤ­θε­λες, ἀρ­κεῖ νά μήν ἐμπό­δι­ζες τή θέα τῶν γει­τό­νων.  Ἔ­τσι, οἱ γει­το­νιές­ τῆς Ξάν­θης εἶ­ναι ἀμ­φι­θε­α­τρι­κά κτι­σμέ­νες σέ πλα­γι­ές, ἐνῶ οἱ νέες πε­ρι­ο­χές, οἱ κτι­σμέ­νες με­τά τήν ἐπέ­κτα­ση τῆς πό­λης με­τά τό 1870, ὅπως καί ἡ σύγ­χρο­νη πό­λη, βρί­σκον­ται στό κα­τώ­τε­ρο ση­μεῖο της πρός τήν πε­δι­ά­δα.
Τό δο­μη­μέ­νο πλέ­γμα πε­ρι­λαμ­βά­νει ἐλεύ­θε­ρους χώ­ρους, αὐ­λές, κή­πους καί δρό­μους καί συναρ­τᾶ­ται μέ τό γύ­ρω πε­ρι­βάλ­λον μέ  γρα­φι­κό τρό­πο. Τό ἀκα­νό­νι­στο τῶν οἰκο­δο­μι­κῶν τε­τρα­γώ­νων καί ἡ καμ­πυ­λό­τη­τα τῶν δρό­μων συγ­κρο­τοῦν αἰσθη­τι­κά σύ­νο­λα.  Ἡ σύν­δε­ση καί ἡ δια­μόρ­φω­ση τοῦ χώ­ρου γί­νε­ται ἐλεύ­θε­ρα καί αὐ­θόρ­μη­τα, ὥστε τά ὅρια τοῦ δη­μό­σι­ου καί τοῦ ἰδι­ω­τι­κοῦ χώ­ρου νά συντη­ροῦν τήν οἰκει­ό­τη­τα καί νά ὑπο­στη­ρί­ζουν τήν αἰσθη­τι­κή ἐν­τύ­πω­ση. Τό  ἀνά­γλυ­φο τοῦ οἰκι­σμοῦ στίς πλα­γιές­ καί σέ ὁρι­σμέ­νες θέ­σεις ἐπιτρέ­πουν ὀπτι­κές φυ­γές,  ὥστε νά δί­νε­ται πάν­τα μιά εἰκό­να ἑνός ποι­κι­λό­μορ­φου συνό­λου καί νά γεν­νᾶ­ται στόν ἐπι­σκέ­πτη ἡ αἴσθη­ση μι­ᾶς ἐσω­τε­ρι­κῆς ἁρ­μο­νί­ας. 
20ός αἰώ­νας βρί­σκει τήν πό­λη σέ πλή­ρη ἀκμή μέ ἰσά­ριθ­μες συνοι­κίες χρι­στια­νῶν καί μου­σουλ­μά­νων. Οἱ χρι­στια­νι­κές συνοι­κίες εἶ­ναι ἑπτά, δο­μη­μέ­νες γύ­ρω ἀπό με­τα­βυ­ζαν­τι­νούς να­ούς τῆς ὕστε­ρης Τουρ­κο­κρα­τί­ας. Οἱ πέν­τε ἀπό τίς χρι­στια­νι­κές συνοι­κίες βρί­σκον­ται μέ­σα στά ὅρια τῆς ση­με­ρι­νῆς Παλι­ᾶς Πό­λης. Οἱ μου­σουλ­μα­νι­κές συνοι­κίες ἐκτεί­νον­ται πε­ρι­φε­ρεια­κά καί εἶ­ναι ἕ­ξη, ἐκ τῶν ὁποί­ων οἱ δύο βρί­σκον­ται στήν Πα­λιά Πό­λη. Τέ­λος, τά βι­ο­τε­χνι­κά καί τά βι­ο­μη­χα­νι­κά κτή­ρια, οἱ κα­πνα­πο­θῆ­κες καί τά κα­πνο­μά­γα­ζα κτι­σμέ­να με­τά τό 1860, βρί­σκον­ται στό νό­τιο κα­τώ­τε­ρο καί πε­δι­νό τμῆ­μα τῆς πό­λης.  Ὁ δια­χω­ρι­σμός τῆς κα­τοι­κί­ας ἀπό τίς βι­ο­μη­χα­νι­κές δρα­στη­ρι­ό­τη­τες εἶ­ναι πλή­ρης.
Στήν πε­ρι­φέ­ρεια τῆς πό­λης κα­τοι­κοῦν σέ μο­νώ­ρο­φες ἤ δι­ώ­ρο­φες μο­νο­κα­τοι­κίες μέ περί­κλει­στη αὐ­λή οἱ ἐσω­στρε­φεῖς καί ὑπο­μο­νε­τι­κοί τουρ­κο­γε­νεῖς μου­σουλ­μά­νοι. Στή συνοι­κία Σοῦν­νε κα­τοι­κοῦν σέ με­γά­λα κο­νά­κια μέ πτέ­ρυ­γες οἱ μου­σουλ­μά­νοι τσι­φλι­κά­δες καί ἔμποροι μπέ­η­δες καί σέ μι­κρό­τε­ρες ἀστι­κές κα­τοι­κίες οἱ μου­σουλ­μά­νοι δη­μό­σι­οι ὑπάλ­λη­λοι. Στά βό­ρεια ὑψώ­μα­τα τῆς πε­ρι­φέ­ρειας τῆς πό­λης, κα­τοι­κοῦν σέ μι­κρές φτω­χι­κές κα­τοι­κίες οἱ αὐ­στη­ροί, ἐρ­γα­τι­κοί Πο­μά­κοι, ἀπό­γο­νοι γη­γε­νῶν ὀρε­σί­βι­ων Θρα­κῶν, τῶν ὁποί­ων ἡ γλώσ­σα καί ἡ ταυ­τό­τη­τα βρί­σκον­ται σέ συνε­χή ἀπει­λή. Στή νό­τια πε­ρι­φέ­ρεια βρί­σκον­ται οἱ φτω­χοί καί ὀλι­γαρ­κεῖς Ἀθίγ­γα­νοι. Στή νέα συνοι­κία τῶν Δώ­δε­κα Ἀπο­στό­λων κα­τοι­κοῦν στίς ἀρ­χές τοῦ 20οῦ αἰώ­να λί­γοι σλα­βό­φω­νοι ὀπα­δοί τῆς Βουλ­γα­ρι­κῆς  Ἐξαρ­χί­ας καί δυ­τι­κά ὑπάρ­χει μία κοι­νό­τη­τα  Ἑ­βραί­ων. Τέ­λος, στίς κεν­τρι­κές συνοι­κίες κα­τοι­κοῦν οἱ ἔμπο­ροι, μι­κρέμ­πο­ροι, βι­ο­τέ­χνες, μα­στό­ροι καί ἐρ­γά­τες πού εἶ­ναι  Ἕλ­λη­νες, αὐ­τό­χθο­νες ἤ ἐπή­λυ­δες, ἀπό πολ­λά μέ­ρη τῆς  Ἑλ­λά­δας καί κυ­ρί­ως ἀπό τήν  Ἤπει­ρο καί τή Μα­κε­δο­νία.
Μέ­σα στήν Ξάν­θη ἐγκα­θί­σταν­ται κα­τά πε­ρι­ό­δους χρι­στια­νι­κοί πλη­θυ­σμοί ἀπό τή Βό­ρεια Θρά­κη, τή Χαλ­κι­δι­κή, τήν   Ἤπει­ρο καί τή Μα­κε­δο­νί­α, ὅπως καί Μου­σουλ­μά­νοι πρό­σφυ­γες ἀπό τά Βαλ­κά­νια κα­τά τόν Ρω­σο­τουρ­κι­κό Πό­λε­μο τό 18771878.  Ἀρ­γό­τε­ρα, ἐγκα­θί­σταν­ται στήν πό­λη Κρη­τι­κοί καί ,με­τά τό 1922, ἐγκα­θί­σταν­ται μα­ζι­κά πρό­σφυ­γες τῆς Ἀνα­το­λι­κῆς Θρά­κης, τῆς Μι­κρᾶς Ἀσί­ας καί τοῦ Πόν­του καί, τέ­λος, πλη­θυ­σμοί πον­τια­κῆς κα­τα­γω­γῆς ἀπό τήν πρώ­ην Σο­βι­ε­τι­κή  Ἕ­νω­ση, τε­λευ­ταῖ­οι αὐ­τοί φυ­γᾶ­δες τῆς πάλαι πο­τέ ἑλ­λη­νι­κῆς Ἀνα­το­λῆς.
Ἡ πό­λη εὐ­τύ­χη­σε νά βρί­σκε­ται σέ μία πε­ρι­ο­χή ἡ ὁποία δια­θέ­τει πλού­σιο καί ποι­κί­λο φυ­σι­κό πε­ρι­βάλ­λον. Τό φυ­σι­κό πε­ρι­βάλ­λον πε­ρι­βάλ­λει τήν πό­λη, εἶ­ναι ἀπό παν­τοῦ ὁρα­τό καί λει­τουρ­γεῖ ὡς συνο­δευ­τι­κό στοι­χεῖο τοῦ δο­μη­μέ­νου χώ­ρου, τόν δια­φο­ρο­ποι­εῖ ἀκό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο καί τόν ἀνα­δει­κνύ­ει.  Ἐν­δια­φέ­ρου­σα εἶ­ναι ἡ δι­ά­τα­ξη τῶν τρι­ῶν μο­να­στη­ρι­ῶν τῆς πό­λης στά γύ­ρω ὑψώ­μα­τα, μέ τρό­πο πού δη­μι­ουρ­γεῖ στόν ἐπι­σκέ­πτη αἰσθή­μα­τα οἰκεί­ω­σης καί σι­γου­ρι­ᾶς, ἀφοῦ τά μο­να­στή­ρια φαί­νε­ται σάν νά αἰω­ροῦν­ται πάνω ἀπό τήν πό­λη καί νά τήν πε­ρι­βάλ­λουν προ­στα­τευ­τι­κά.





Δευτέρα 4 Απριλίου 2011

Φάσεις ανοικοδόμησης


Μερική ἄποψη τῆς Παλιᾶς Πόλης, ὅπως διαμορφώθηκε κατά τά μέσα τοῦ 19ου αἰώνα. Εἰκονίζεται ἡ περιοχή Ἄνω Χαράδρας. (Φωτογραφία τοῦ 1976)


Ἡ περιοχή τῶν καπναποθηκῶν καί ἡ συνοικία Ἀσᾶ μέ τμῆμα τῆς συνοικίας Μητροπόλεως σέ φωτογραφία τοῦ 1925. Εἰκονίζεται ἡ διαμόρφωση πού ἔγινε μέχρι τό 1910.



Φωτογράφηση τοῦ 1936 μέ τίς νέες προσφυγικές συνοικίες στό βάθος
καί τήν Παλιά Πόλη μπροστά. 



Φωτογράφηση τοῦ 2005 μέ τήν Παλιά Πόλη νά περιβάλλεται ἀπό τή Νέα Πόλη ὅπως αὐτή ἀνοικοδομήθηκε μετά τό 1970


Οἱ δια­δο­χι­κές φά­σεις ἀνοι­κο­δό­μη­σης τῆς Ξάν­θης εἶ­ναι ἀμέ­σως ὁρα­τές στό δο­μη­μέ­νο πε­ρι­βάλ­λον πού ἐπι­βι­ώ­νει σή­με­ρα. Κάτι ἀνάλογο δέν εἶ­ναι δυ­να­τό σή­με­ρα στίς ἑλ­λη­νι­κές πό­λεις, οἱ ὁποῖες τά τελευταῖα πενήντα χρόνια ἔχουν ἀνοικοδομηθεῖ σέ βαθμό πού τό ἱστορικό περιβάλλον ἔχει ἐξαφανισθεῖ ἤ διατηρεῖται παραμορφωμένο. Στήν Ξάν­θη δια­τη­ροῦν­ται τά ἀλ­λε­πάλ­λη­λα στρώ­μα­τα τῆς ἀνοι­κο­δό­μη­σης μετά τό 1829, ἀφοῦ ἡ πόλη σέ μεγάλη ἔκταση παρα­μένει ἄθικτη ὡς ἀπο­τέλεσμα τῆς ἀνακή­ρυξης τῆς Παλιᾶς Πόλης ὡς διατηρητέου οἰκισμοῦ τό 1976. Αὐ­τό δια­φο­ρο­ποι­εῖ τήν Ξάν­θη ἀπό τήν πλει­ο­νό­τη­τα τῶν πό­λε­ων τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ χώ­ρου. 
Οἱ φά­σεις ἀνοι­κο­δό­μη­σης τῆς Ξάν­θης εἶ­ναι λοιπόν εὔ­κο­λα δια­κρι­τές καί συνο­ψί­ζον­ται, σέ τέσ­σε­ρα στά­δια:
α) Ἀπό τό 1829 μέ­χρι πε­ρί­που τό 1860, ὅταν μέ πρω­το­βου­λία τοῦ Μη­τρο­πο­λί­τη Εὐ­γέ­νι­ου ἀνε­γεί­ρον­ται οἱ ἐκ­κλη­σί­ες, πέ­ριξ τῶν ὁποί­ων σχη­μα­το­ποι­οῦν­ται οἱ συνοι­κίες τῆς πό­λης.  Ἡ ἀνέ­γερ­ση τῶν ἐκ­κλη­σι­ῶν ἔγι­νε μέ βά­ση τίς κοι­νο­τι­κές καί ἐνο­ρια­κές ἀνάγ­κες πά­νω στά θε­μέ­λια τῶν γ­κρε­μι­σμέ­νων ἐκ­κλη­σι­ῶν πού μᾶλ­λον ὑπῆρ­χαν ἀπό τήν ἐπο­χή τῆς βυ­ζαν­τι­νῆς Ξάν­θειας.   Ὅπως ἔχει ἤδη τονισθεῖ κτίτορας εἶναι ἡ Ἑλληνορθόδοξη Κοι­νότητα. Τά μέ­σα γιά τήν προ­σπά­θεια ἀνοι­κο­δό­μη­σης φαί­νε­ται ὅτι προ­έρ­χον­ται ἀπό τό ἐμπό­ριο τοῦ κα­πνοῦ.  Ἡ ρω­μαί­ι­κη κοι­νό­τη­τα φαί­νε­ται νά ἀνα­λαμ­βά­νει τήν πρω­το­βου­λία στήν ἐμπο­ρία καί δια­κί­νη­ση τοῦ κα­πνοῦ καί νά ἀπο­σπᾶ με­ρί­διο τῆς ἀγο­ρᾶς ἀπό τούς πλού­σι­ους γαι­ο­κτή­μο­νες μπέ­η­δες. Τήν ἴδια ἐπο­χή ὁ χρι­στια­νι­κός πλη­θυ­σμός τῆς πό­λης ἐνι­σχύ­ε­ται μέ  Ἠπει­ρῶ­τες με­τα­νά­στες πού ἀσχο­λοῦν­ται μέ τό ἐμπό­ριο τοῦ κα­πνοῦ.
Τήν ἐπο­χή αὐ­τή κυ­ριαρ­χεῖ ἡ ἀν­τί­λη­ψη τῆς ἑνιαίας ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κῆς τῆς  Ἀνα­το­λῆς, ὅπως αὐ­τή ἐκ­φρά­ζε­ται στά κο­νά­κια τῶν χρι­στια­νῶν ἐμπό­ρων καί τῶν μου­σουλ­μά­νων γαι­ο­κτη­μό­νων.  Ἡ ἀνοι­κο­δό­μη­ση κα­τά τήν ἐπο­χή αὐ­τή γί­νε­ται ἀπό μπου­λού­κια πε­ρι­πλα­νώ­με­νων Ἠπει­ρω­τῶν, Μα­κε­δό­νων ἤ Θρα­κῶν οἰκο­δό­μων, σύμ­φω­να μέ τήν ἀρ­χαία πα­ρά­δο­ση τῆς Ἀνα­το­λῆς. Πολ­λοί ἀπό τούς Ἠπει­ρῶ­τες οἰκο­δό­μους θά ἐγ­κα­τα­στα­θοῦν μό­νι­μα στήν πό­λη. Πα­ράλ­λη­λα οἱ εὐ­πο­ρό­τε­ροι κά­τοι­κοι τῆς Γε­νι­σέ­ας θά με­τα­κο­μί­σουν στήν Ξάν­θη.
Κατά τήν περίοδο αὐτή ἡ Ξάνθη συνε­χίζει νά εἶναι μιά χριστιανική πόλη, στήν ὁποία οἱ χριστιανοί ἔμποροι αὐξάνουν ἐντυπωσιακά τόν πλοῦτο καί τήν κοινωνική τους θέση.
β) Ἀπό τό 1860 μέ­χρι τό 1912, ὅταν ἡ πό­λη ἐπε­κτεί­νε­ται στήν πε­δι­νή πε­ρι­ο­χή ἔξω ἀπό τά ὅρια τῆς βυ­ζαν­τι­νῆς Ξάν­θειας πρός τή ση­με­ρι­νή Κεν­τρι­κή Πλα­τεία καί συγ­κρο­τοῦν­ται ἡ βι­ο­μη­χα­νι­κή καί ἡ βι­ο­τε­χνι­κή πε­ρι­ο­χή τοῦ κα­πνοῦ, ἐνῶ δημιουργοῦνται νέες συνοικίες ἔξω ἀπό τά ὅρια τῆς παλιᾶς παραδοσιακῆς πόλης. Μία κο­σμο­πο­λί­τι­κη χρι­στια­νι­κή τά­ξη ἐμπό­ρων τοῦ κα­πνοῦ ἐμφανί­ζε­ται καί ἑδραιώνεται.
Τήν ἴδια ἐπο­χή ἡ πα­ρακ­μή τῆς Γε­νι­σέ­ας ὡς ἐμπο­ρι­κοῦ καί δι­οι­κη­τι­κοῦ κέν­τρου φέρνει στήν Ξάν­θη τούς μου­σουλ­μά­νους ἀξιω­μα­τού­χους καί γαι­ο­κτή­μο­νες, ἀφοῦ ἡ Ξάνθη γίνεται ἕδρα τῆς τοπικῆς περι­φε­ρειακῆς διοίκησης.  Ἡ περιοχή γύρω ἀπό τή ση­με­ρι­νή Κεν­τρι­κή Πλα­τεία εἶναι ὁ χῶ­ρος ὅπου ἐγ­κα­θί­σταν­ται οἱ δι­οι­κη­τι­κές καί κοι­νω­νι­κές ὑπη­ρε­σίες τῆς ὀθωμα­νι­κῆς ἀρ­χῆς. Διοικητικά, κοινωνικά καί θρη­σκευτικά μουσουλμανικά κτίσματα ἀνεγεί­ρονται στήν περιοχή γύρω ἀπό τή σημερινή Κεντρική Πλατεία.  Παράλληλα, στό κέντρο τῆς παλιᾶς χριστιανικῆς πόλης, περί τήν πλα­τεία Μητροπόλεως ἀνεγείρονται τά κοινοτικά σχολεῖα καί τό μέγαρο τῆς Μητρόπολης.  Ἡ κατεργασία τοῦ καπνοῦ ἀπαιτεῖ βιο­μηχα­νι­κούς χώρους, τίς καπναποθῆκες, οἱ ὁποῖες ἀνε­γείρονται δυτικά πρός τήν ἔξοδο τῆς πό­λης καί κοντά στόν σιδηροδρομικό σταθμό. Τήν ἴδια ἐποχή ἀναπτύσσονται οἱ οἰκονομικές δραστηριότητες καί δημιουρ­γεῖται τό ἐμπορικό κέντρο μέ τά δεκάδες χάνια πού ἐξυπηρετοῦσαν τούς ἐμπορικούς ἐπισκέπτες. Αὐ­τή τήν ἐπο­χή οἱ Ρω­μηοί τῆς κα­θ’ ἡ­μᾶς Ἀνα­το­λῆς προ­σβλέ­πουν στα­θε­ρά πρός τή Δύ­ση καί ἀπο­τε­λοῦν τήν πρω­το­πο­ρία τοῦ ἐκ­συγ­χρο­νι­σμοῦ τῆς Αὐ­το­κρα­το­ρίας.  Ἀνε­γεί­ρον­ται τό­τε κτί­σμα­τα πού υἱο­θε­τοῦν τή νε­ο­κλασ­σι­κή ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κή ἡ ὁποία κυ­ριαρ­χεῖ στό  Ἑλ­λη­νι­κό Βα­σί­λειο καί τήν ἐκλε­κτι­κι­στι­κή ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κή τῆς Κεν­τρι­κῆς Εὐ­ρώ­πης. Στά ρεύ­μα­τα αὐ­τά ἀνή­κουν καί τά πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀπό τά ἀρ­χον­τι­κά τῶν ἐμπό­ρων τοῦ καπνοῦ. Οἱ Ἠπει­ρῶ­τες καί Θρά­κες οἰκο­δό­μοι συνε­χί­ζουν νά ἀπο­τε­λοῦν τόν κύ­ριο τε­χνι­κό συν­τε­λε­στή τῆς ἀνοι­κο­δο­μη­τι­κῆς προ­σπά­θειας.
Αὐτή εἶναι ἡ ἐποχή τῆς μεγαλύτερης κοινωνικῆς, οἰκονομικῆς καί οἰκιστικῆς  ἀνάπτυξης τῆς πόλης, ἡ ὁποία γίνεται μου­σουλμανικό κέντρο μέ χριστιανική οἰκονομία καί κοσμοπολίτικο χαρακτήρα.
γ) Τήν ἐπο­χή τοῦ Με­σο­πο­λέ­μου, σχη­μα­τι­κά ἀπό τό 1923 μέ­χρι τό 1940 πε­ρί­που.
Τήν ἐποχή αὐτή ἡ πόλη ἀνασυγ­­κρο­τεῖται μετά τήν ἀποξήρανση τῆς δεύτερης κοίτης τοῦ ποταμοῦ Κόσσινθου.  Ἀκολουθεῖ ἡ ἀπελευθέρωση τῆς Ξάνθης καί ἡ χωρίς προ­βλή­ματα ἐνσωμάτωσή της στό ἑλληνικό κράτος.
Με­τά τή δια­κο­πή κά­θε οἰκο­δο­μι­κῆς
ἐργα­σίας κα­τά τή βάρ­βα­ρη Πρώ­τη Βουλ­γα­ρι­κή Κα­το­χή πού ἀκο­λού­θη­σε τόν Πρῶ­το Βαλ­κα­νι­κό Πό­λε­μο, ἡ ἔλευ­ση τῶν προ­σφύ­γων ἀνα­ζω­ο­γο­νεῖ τήν πό­λη. Οἱ χι­λιά­δες πρό­σφυ­γες τῆς πά­λαι πο­τέ ἑλ­λη­νι­κῆς Ἀνα­το­λῆς δι­πλα­σιά­ζουν τόν πλη­θυ­σμό τῆς πό­λης καί ἀνα­τρέ­πουν τούς πλη­θυ­σμια­κούς συ­σχε­τι­σμούς στήν πό­λη καί τήν πε­ρι­φέ­ρειά της.  Ἐκτε­τα­μέ­νοι προ­σφυ­γι­κοί συνοι­κι­σμοί ἀνε­γεί­ρον­ται τό­τε, ἐνῶ στίς νέες συνοι­κίες ἡ νέα ἀνερ­χό­με­νη μι­κρο­α­στι­κή τά­ξη ἀνε­γεί­ρει οἰκο­δο­μές μέ λό­γιο ἀστι­κό χα­ρα­κτῆρα καί στοι­χεῖα παρ­μέ­να ἀπό τή δυ­τι­κή πα­ρά­δο­ση.  Ἡ αὔξηση τῆς παραγω­γῆς καπνοῦ προσφέρει καί πάλι τήν οἰκονο­μική δυνατότητα γιά ἀνοικο­δόμηση.  Ὡστόσο, ἡ κρίση τοῦ 1929 θά  πλήξει τήν παραγωγή τοῦ καπνοῦ καί θά  ἀνακόψει τήν ἀνάπτυξη τῆς πόλης, ἡ ὁποία ἤδη ἔχει ἀποκτήσει ἐκτεταμένες νέες προσφυγικές συνοικίες, μέ νέο κέντρο τῆς πόλης τή σημερινή Κεντρική Πλατεία.
δ) Πε­ρί­που ἀπό τό 1976 μέ­χρι σή­με­ρα.
Οἱ πε­ρι­πέ­τειες τῆς χώ­ρας κα­τά τή δε­κα­ετία τοῦ 1940 θά ἀφή­σουν τήν πό­λη καί τήν πε­ρι­φέ­ρειά της σέ κα­τά­στα­ση οἰκο­νο­μι­κοῦ μαρα­σμοῦ πού θά συνε­χι­σθεῖ μέ­χρι τό 1974. Πα­ράλ­λη­λα, ὁ εὐ­τε­λι­σμός τῆς τι­μῆς τοῦ κα­πνοῦ θά στε­ρή­σει τήν πε­ρι­φέ­ρεια καί τήν πό­λη ἀπό τήν κύ­ρια πη­γή πλού­του. Τό 1976 μέ ἀφορ­μή τίς γνω­στές ἐξω­τε­ρι­κές ἀπει­λές λαμ­βά­νον­ται δρα­στή­ρια μέ­τρα.  Ἡ πό­λη γί­νε­ται ἕδρα τοῦ Τέ­ταρ­του Σώ­μα­τος Στρα­τοῦ. Σχο­λές τῆς Πο­λυ­τε­χνι­κῆς Σχο­λῆς τοῦ Δη­μο­κρί­τει­ου Πα­νε­πι­στή­μι­ου Θρά­κης ἱδρύ­ον­ται στήν Ξάν­θη.  Ἕ­νας νε­α­νι­κός πλη­θυ­σμός προ­στί­θε­ται.  Ἔ­κτο­τε ἡ πό­λη ἐν­τάσ­σε­ται στό κλί­μα τῆς τα­χύρ­ρυθ­μης οἰκο­νο­μι­κῆς ἀνά­πτυ­ξης πού θά με­ταλ­λά­ξει ὅλη τή χώ­ρα. Τό 1976 ἡ Πα­λιά Ξάν­θη μέ τούς πα­ρα­κεί­με­νους λό­φους ἀνα­κη­ρύσ­σε­ται ὡς δια­τη­ρη­τέα. Θά ἀπο­φύ­γει ἔτσι τή ρα­γδαία πο­λυ­κα­τοι­κι­ο­ποί­η­ση, ὅπως συμ­βαί­νει στίς συνοι­κίες τῆς νέ­ας πό­λης καί ὅπως γί­νε­ται σέ ὅλες τίς ὑπό­λοι­πες πό­λεις τῆς  Ἑλ­λά­δας.  Ἡ πόλη ἀποκτᾶ μέ τή συνύπαρξη τοῦ παλιοῦ καί νέου ἕναν διφυῆ χαρακτῆρα .
Τήν περίοδο αὐτή ἡ Ξάνθη παύει νά εἶναι καπνικό κέντρο καί παραμένει κέντρο ἀγροτικῆς παραγωγῆς, ἐνῶ ἐξελίσσεται σέ σύγχρονη ἑλληνική πόλη καί διοικητικό κέντρο.