Παρασκευή 18 Μαρτίου 2011

Κονάκια μουσουλμάνων μπέηδων.


συνοικία Σοῦννε φωτογραφημένη ἀπό θέση στή σημερινή Κεντρική Πλατεία.
(Φωτογραφία τοῦ 1919)

Τρία κονάκια στήν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ Κόσσινθου καί μπροστά ἀπό τή συνοικία Καβάκι.
(Φωτογραφία τοῦ 1913)




Κονάκι σέ σχῆμα Γ  στή συνοικία Σοῦννε.
(Φωτογραφία τοῦ 1972)




Κονάκι σέ σχῆμα Π παλαιό Ὀρφανοτροφεῖο στήν ὁδό  Ἐννάτης Μεραρχίας. 
(Φωτογραφία τοῦ 2006)



Ἡ αὐλόθυρα τοῦ κονακίου τοῦ Μουζαφέρ ἀπομονώνει τόν ἐσωτερικό κόσμο τῆς κατοικίας. 
(Φωτογραφία τοῦ 2003) 





Κονάκι σέ σχῆμα Π στή συνοικία Σοῦννε.
(Φωτογραφία τοῦ 2004)





Κονάκι σέ σχῆμα Π στή συνοικία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου.
(Φωτογραφία τοῦ 1982)




Μεγάλο κονάκι σέ σχῆμα Π στή συνοικία Ἀσᾶ.
(Φωτογραφία τοῦ 1935)







































Μεγάλος μαντρότοιχος ἐξασφαλίζει τήν ἀπομόνωση στό κονάκι τοῦ Μουζαφέρ Μπέη.
(Φωτογραφία τοῦ 1999)




    
Τό κο­νά­κι τοῦ Μου­ζα­φέρ Μπέ­η στήν ὁδό Μάρ­κου Μπό­τσα­ρη. Διακρίνονται   
οἱ δύο πτέρυγες καί τό κεντρικό τμῆμα μέ τό καμπύλο ἀέτωμα.  
(Φω­το­γρα­φία τοῦ 2006)


 
Ἡ ἰδιότυπη συγκρότηση τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας στηρίζονταν σέ σαφῆ καί καθορισμένη ἱεραρχία πού ξεκινοῦσε ἀπό τό Σαράι τῆς Κωνστινούπολης καί ἔφθανε μέχρι τά περιφερειακά κέντρα τῆς ἐπαρχίας. Κύρια μέριμνα τοῦ ὀθωμανικοῦ κράτους καί σκοπός τῆς ὕπαρξής του ἦταν ἡ ἀπομύζηση τῶν ὑπηκόων του, πού ἡ μάζα τους ἀποτελεῖτο ἀπό κατακτημένους καί ὑποταγμένους λαούς τῶν ὁποίων ὁ ἐκτουρκισμός ἦταν συχνά ἡ καταληκτική μοίρα. Ἡ παρασιτική ὕπαρξη τοῦ ὀθωμανικοῦ κράτους ἐπέβαλε τήν ἀνάγκη συνεχῶν καί ἀδιάκοπων κατακτήσεων, ὥστε νά ἐξασφαλίζονται οἱ ἀπαραίτητοι πόροι. Ὁ ἐπεκτατισμός καί οἱ κατακτήσεις ἀποτελοῦσαν δομικά στοιχεῖα γιά τήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία.
Στά πλαίσια αὐτά ἡ ὀθωμανική διακυβέρνηση ἐπέβαλε τήν ἀρχή ὅτι ὅλη ἡ ἀγροτική γῆ τῆς ὑπαίθρου ἀνῆκε στό κράτος. Ὁ ἀγρότης ἑπομένως ἀνταλλάσσει τόν μόχθο του μέ τήν ἐπικαρπία πού τοῦ ἐπιτρέπεται στή γεωργική γῆ πού καλλιεργεῖ, ἀφοῦ βέβαια καταβάλει τόν ἀναλογοῦντα φόρο. Ὡστόσο, ὑπῆρχε κι ἄλλο ἐνδιάμεσο ἐπίπεδο διοικητικῆς καί οἰκονομικῆς ἐξουσίας, αὐτό τοῦ τιμαρίου, δηλαδή μιᾶς μεγάλης ἔκτασης ἀγροτικῆς γῆς πού εἶχε παραχωρηθεῖ σέ στρατιωτικό, ἀπό αὐτούς πού κατά τούς πρώτους αἰῶνες τῆς ἱστορίας τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας πολεμοῦσαν γιά τήν κατάκτηση χωρῶν καί τήν ὑποταγή λαῶν. Ὁ τιμαριοῦχος στρατιωτικός εἰσέπραττε ἕνα μέρος ἀπό τά ἀγροτικά εἰσοδήματα ὡς ἀντιμισθία γιά τίς στρατιωτικές ὑπηρεσίες του. Οἱ τιμαριοῦχοι μπέηδες διέθεταν αὐτονομία, πού ταλαντευόταν ἀπό τήν αὐθαιρεσία μέχρι τήν συνδιαλλαγή καί τή συνύπαρξη μέ τίς τοπικές κοινωνίες.
Ἡ ἐγκατάσταση τῶν τιμαριούχων μουσουλμάνων μπέηδων στήν εὔφορη γῆ τῶν πεδιάδων καί ὁ ἐποικισμός ἀπό Τουρκομάνους νομάδες ἀπώθησαν τούς ντόπιους χριστιανικούς πληθυσμούς στά ὀρεινά. Στήν περιοχή τῆς Ξάνθης τό ὀρεινό τμῆμα ἐξισλαμίσθηκε καί οἱ χριστιανοί περιορίσθηκαν στήν πόλη καί τά παράλια τοῦ Θρακικοῦ Πελάγους.
Τόν 18ο αἰῶνα εἶχε δημιουργηθεῖ στίς ἀγροτικές περιοχές τῆς Αὐτοκρατορίας μία κατάσταση, στήν ὁποία οἱ παλιοί τιμαριοῦχοι μπέηδες συνυπῆρχαν ὡς γαιοκτήμονες μέ ἀγροτικές μᾶζες τουρκικῶν ἤ ἐκτουρκισμένων ἤ καί χριστιανικῶν πληθυσμῶν. Τήν κύρια μάζα τῶν ἀγροτικῶν πληθυσμῶν στίς πεδιάδες ἀποτελοῦσαν μουσουλμάνοι ἀκτήμονες. Μέ τήν πάροδο τῶν ἐτῶν ὁ τίτλος τοῦ μπέη ἔχασε τό ἀντίκρυσμά του καί ἔφθασε νά ἀποδίδεται σέ ὁποιονδήποτε ἰσχυρό καί πλούσιο παράγοντα.
Στήν περιοχή τῆς Ξάνθης ἡ καλλιέργεια τοῦ καπνοῦ γινόταν ἀπό μουσουλμάνους τῆς ὀρεινῆς περιοχῆς, ἰδιοκτῆτες μικρῶν τμημάτων γῆς, καί ἀπό ἀκτήμονες ἀγρότες τῆς πεδιάδας πού καλλιεργοῦσαν τά κτήματα τῶν μπέηδων τσιφλικάδων. Στήν περιοχή τῶν γιακᾶ, δηλαδή στίς ὑπώρειες τῆς Ροδόπης, τούς χαμηλούς γήλοφους πρίν τήν πεδιάδα, οἱ μουσουλμάνοι ἀγρότες κατεῖχαν καί καλλιεργοῦσαν γῆ μεγάλης ἀπόδοσης σέ καπνό ὑψηλῆς ποιότητας. Οἱ μουσουλμάνοι μπέηδες κατεῖχαν ἀκόμη γῆ ὡς τσιφλικᾶδες, ἀλλά πολλοί ἀπό αὐτούς εἶχαν ἐπιδοθεῖ στό ἐμπόριο.
Ἀπό τά τέλη τοῦ 18ου αἰώνα φαίνεται ὅτι τό ἐμπόριο τοῦ καπνοῦ πέρασε σέ μεγάλο τμῆμα του σέ ἑλληνικά χέρια καί οἱ Ἕλληνες ἔμποροι ἀπόκτησαν οἰκονομική ἐπιφάνεια πού τούς ἔδωσε τή δυνατότητα νά κτίσουν καπναποθῆκες στή Γενισέα καί στήν Ξάνθη παράλληλα μέ τούς μουσουλμάνους μπέηδες. Οἱ γαιοκτήμονες μπέηδες τῆς Ξάνθης διέθεταν ἀξιόλογο πλοῦτο σέ ἀκίνητη περιουσία καί ὑψηλά εἰσοδήματα ὡς καλλιεργητές καί ἔμποροι καπνοῦ. Ἀλλά καί τό ἐμπόριο τοῦ καπνοῦ ἀπαιτεῖ σημαντικά κεφάλαια.
Τά σπίτια τῶν μουσουλμάνων μπέηδων πού ἀνεγέρθηκαν μετά τό 1829 στήν Ξάνθη ἀνήκουν στήν παραδοσιακή ἀρχιτεκτονική τοῦ εὐρύτερου χώρου τῶν Βαλκανίων καί τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Εἶναι ἡ ἴδια παράδοση πού ἔδωσε τά πρότυπα γιά τήν ἀρχοντική ἀρχιτεκτονική τοῦ κυρίως ἑλληνικοῦ χώρου, ὥστε αὐτά τά σπίτια νά μποροῦν νά καταταχθοῦν στόν λεγόμενο μακεδονικό ρυθμό.
Τά σπίτια τῶν μουσουλμάνων μπέηδων τῆς Ξάνθης εἶναι μεγάλα κτίσματα μέ δύο κατά κανόνα ὀρόφους καί μέ δύο πτέρυγες σέ σχῆμα Π, κανονικοῦ ἤ ἀκανόνιστου. Συναντῶνται ἐπίσης κατασκευές μέ μία πτέρυγα σέ σχῆμα Γ. Οἱ πτέρυγες τῶν κτηρίων καταλήγουν συχνά σέ σαχνισιά. Στό κέντρο ὑπάρχει κατά κανόνα τζαμωτό χαγιάτι πού σέ λίγες περιπτώσεις εἶναι ἐλεύθερο, ἴσως γιά νά χρησιμεύει καί ὡς ξηραντήριο καπνοῦ. Οἱ στέγες εἶναι κεραμοσκεπεῖς τετράρριχτες. Ἡ αὐλή εἶναι περίκλειστη καί περιβάλλεται ἀπό ὑψηλή μάνδρα πού ἀποθαρρύνει τούς εἰσβολεῖς μέ κοφτερά γιαλιά στήν κορυφή της. Τά κονάκια αὐτά εἶναι κατασκευασμένα γιά νά στεγάσουν καί νά ἐξυπηρετήσουν πολλά πρόσωπα, ἀφοῦ ἐκτός ἀπό τό χαρέμι, συχνά στεγαζόταν ἐκεῖ καί πολυάριθμο ὑπηρετικό προσωπικό. Τό ἰσόγειο περιλαμβάνει χώρους ἀποθήκευσης ἤ σταύλους, ἐνῶ στόν ὄροφο τά δωμάτια διατάσσονται γύρω ἀπό κεντρική σάλα πού στήν πρόσοψη ἔχει τή μορφή χαγιατιοῦ. Μεγάλα ἐν σειρᾶ παράθυρα ἐξασφαλίζουν ἄνετο φωτισμό καί ἐπιτρέπουν στούς ἐνοίκους τή θέα πρός τήν πεδιάδα.
Ἡ συνοικία Σοῦννε, ὅπου κατοικοῦσε ἡ σουννιτική ἄρχουσα ἀριστοκρατεία καί ἀργότερα οἱ σουννῖτες μουσουλμάνοι ἀστοί, ἦταν γεμάτη κονάκια ὅπως τά περιγράψαμε. Λίγα παρόμοια κτίσματα ὑπῆρχαν, ὅπως δείχνουν οἱ παλιές φωτογραφίες καί στή συνοικία Ἀσά. Ἡ δυσκολία συντήρησης αὐτῶν τῶν μεγάλων κτισμάτων καί ἡ πρόσφατη ἀνοικοδόμηση ἐξαφάνισαν τά κονάκια τῶν μουσουλμάνων μπέηδων τῆς Ξάνθης. Τό μοναδικό δεῖγμα, πού σώζεται σέ καλή κατάσταση, εἶναι τό κονάκι τοῦ Μουζαφέρ μπέη στό βορειοανατολικό ἄκρο τῆς συνοικίας Σούννε. Εἶναι μεγάλο τριώροφο κτίσμα σέ σχῆμα Π πού διαθέτει δύο ὀρόφους καί ἡμιϋπόγειο. Καμπύλο κεντρικό ἀέτωμα συνδέει τήν κατασκευή μέ τή Βόρεια Θράκη. Μεγάλες σειρές παραθύρων ἐξασφαλίζουν θέα στούς ὀρόφους. Ὑψηλή μάνδρα περιφρουρεῖ τόν ἰδιωτικό χῶρο. Τά δωμάτια διατάσσονται στούς ὀρόφους γύρω ἀπό μεγάλο κεντρικό χῶρο ὑποδοχῆς. Ὑπάρχει συχνά ἐσωτερικός ζωγραφικός διάκοσμος. Τό κονάκι τοῦ Μουζαφέρ μπέη ἀνήκει σήμερα στόν Δῆμο Ξάνθης καί προορίζεται νά γίνει μουσειακός χῶρος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου