Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011

Παλιές φωτογραφίες.


Ἄποψη τμήματος τῆς Παλιᾶς Πόλης κατά τή δεκαετία τοῦ 1930. Διακρίνονται τμήματα τῶν συνοι­κιῶν Καβακίου, Μητροπόλεως, Ἁγίου Γεωργίου καί Σοῦννε. Στό βάθος τμῆμα τοῦ νέου Ἀστικοῦ προσφυγικοῦ συνοικισμοῦ. Ἡ μορφή τοῦ οἰκισμοῦ, ὅπως αὐτός δημιουργήθηκε κατά τό τέλος τοῦ 19ου αἰώνα καί τίς ἀρχές τοῦ 20οῦ, δέν ἔχει μεταβληθεῖ μέχρι σήμερα.  



Ἡ συ­νοι­κία Μη­τρο­πό­λεως σέ φω­το­γρα­φία τοῦ 1902.  Ἀ­ρι­στε­ρά στή μέ­ση εἰκο­νί­ζε­ται τό νε­ό­κτι­στο τό­τε μη­τρο­πο­λι­τι­κό μέ­γα­ρο μέ τά πα­ρα­κεί­με­να σχο­λεῖα. Τό μέ­γε­θος καί ἡ ἄνε­τη χωροθέτηση τῶν εἰ­κο­νι­ζό­με­νων σπι­τι­ῶν πι­στο­ποι­οῦν τόν πλοῦ­το τῶν κα­τοί­κων, πού κυρίως εἶναι ἔμποροι.

 


Ἡ συ­νοι­κία Σα­μα­κώβ σέ φω­το­γρα­φία τοῦ 1913.  Ἐλεύ­θε­ρη εἶ­ναι ἡ θέα τῶν σπι­τι­ῶν πρός τήν πε­δι­ά­δα. Οἱ κά­τοι­κοι εἶ­ναι ἐρ­γά­τες καί μι­κρέ­μπο­ροι. Τό μο­να­στή­ρι τῆς Πα­να­γί­ας τῆς Ἀρ­χαγ­γε­λι­ώ­τι­σας ἤ Πα­να­γί­ας Σαμα­κο­βια­νῆς στε­φα­νώ­νει τό ὕψω­μα. Στό κάτω τμῆμα τῆς φωτο­γραφίας εἰκονίζονται κτίσματα καί βυρσοδεψεῖα τῆς νησίδας Καναρᾶ, ὅπου σήμερα τά κτήρια τῆς Πολυτεχνικῆς Σχολῆς τοῦ ΔΠΘ.





·       Ὄ­ψη τῆς Πα­λι­ᾶς Πό­λης ἀπό τήν Κε­ντρι­κή Πλα­τεία. Στό μέ­σον τῆς φω­το­γρα­φί­ας ὁ Πά­νω Μα­χα­λᾶς ἤ
συ­νοι­κία τῶν Κα­πνε­μπό­ρων, ὅ­που καί δια­κρί­νο­νται με­γά­λα ἀρ­χο­ντι­κά. 
Ἀριστερά πάνω τό κάστρο τῆς βυζαντινῆς Ξάν­θειας
(Φω­το­γρα­φία τοῦ 1925).


  

Τμῆ­μα τῆς Πα­λι­ᾶς Πό­λης κα­τά τή δε­κα­ε­τία τοῦ 1910. Δι­α­κρί­νο­νται μπρο­στά οἱ συ­νοι­κί­ες Κα­βά­κι καί Μη­τρο­πό­λε­ως καί στό βά­θος ἡ συ­νοι­κία Σοῦν­νε. Ἡ Μητροπολιτική ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Προδρόμου βρίσκεται στό κέντρο






Μεγάλο τμήμα της Παλιάς Πόλης σέ φωτογράφηση του 1898.





 
Ο ποταμός Κόσσινθος


 


Η συνοικία Ακαθίστου Ύμνου.



Ο Κόσσινθος και η παλιά γέφυρα το 1908.



Άποψη της πόλης προς Boρρά ( 1915 ).




Συνοικίες Καβάκι και Μητροπόλεως ( 1902 ).
Το νοτιοδυτικό τμήμα της Ξάνθης το 1902. Διακρίνεται σαφώς η οχυρωματική μορφή του οικισμού με τις συστάδες των σπιτιών παρά τον ποταμό Κοσσινθο, του οποίου η δεύτερη κοίτη, αποξηραμένη σήμερα, περιβάλλει την πόλη και σχηματίζει το μικρό νησί Καναρά. Το νησί συνδέεται με την πόλη με γέφυρα, στον χώρο παρά την οποία ευρίσκεται σήμερα η πλατεία Εμπορίου, όπου και λαμβάνει χώρα κάθε Σάββατο το γραφικό Παζάρι. Στή φωτογραφία εικονίζονται οι συνοικίες Καβάκι και Μητροπόλεως και στον ορίζονται οι νεότερες συνοικίες του Αγίου Βλασίου και του Αγίου Γεωργίου. Στο βάθος δεξιά η συνοικία Σούννε, ενώ αριστερά διακρίνεται αμυδρά η βιομηχανική περιοχή του καπνού. Διακρίνεται επίσης στο κέντρο η σημερινή περιοχή της Κεντρικής Πλατείας.


Ο ποταμός Κόσσινθος και οι συνοικίες Καβακίου και Μητροπόλεως
σε φωτογραφία του 1979.

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2011

Εἰσαγωγή


Τμήματα τῶν συνοικιῶν Ἀκα­θίστου Ὕμνου καί Μητροπόλεως σέ φωτογραφία τοῦ 1898. Δεσπόζει δεξιά ἄνω ἡ μονή τῶν Παμμε­γίστων Τα­ξι­αρχῶν. Στό μπροστινό τμῆμα τῆς φωτο­γρα­φίας ἡ παλιά κοίτη τοῦ ποταμοῦ Κόσσινθου, ὅπου σήμερα τό παζάρι, μέ μία ἀπό τίς τότε ξύλινες γέφυρες πού ἕνωναν τήν πόλη μέ τό νησί Καναρᾶ. Πάνω ἀπό τή γέφυρα δεξιά στόν ἐλεύ­θερο περιφραγμένο χῶρο θά ἀνεγερθεῖ τό 1910 τό κινημα­το­θέατρο "Ἠλύσια". Ἀμέσως πίσω διακρίνεται τό κτή­ριο τῆς σημε­ρινῆς Πινακοθήκης τοῦ Δήμου Ξάνθης καί δίπλα τμῆμα τοῦ τότε θεάτρου "Ἀπόλ­λων". Πιό πίσω τό Μητροπολιτικό Μέγαρο. Στό κέν­τρο τῆς φωτο­γραφίας δια­κρίνεται μέ εὐκρίνεια ἡ ἐκκλησία τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου. Διακρίνονται ἐπίσης τμήματα ἀπό τά ἀρχοντικά τῆς ὁδοῦ Ἀντίκα, ὅπως καί μεγάλα κτίσματα στήν ὁδό Ὀρφέως τά ὁποῖα δέν ὑπάρχουν σήμερα. Ἡ εἰκόνα ἀποτελεῖ τμῆμα φωτο­γρα­φίας πού μᾶλλον εἶναι ἡ παλιότερη σωζόμενη φωτογραφία γενικῆς ἀπεικόνισης τῆς Ξάνθης.




. Φωτογράφηση ἀργά τό ἀπόγευμα τοῦ ὄρους Γέρακα ἀπό τή νότια ὄχθη τῆς λιμνοθάλασσας Βιστονίδας. Διακρίνεται ἀμυ­δρά ὡς λευκή γραμμή ἡ πόλη τῆς Ξάνθης. Χαρακτηριστική εἶναι ἡ πυραμιδοειδής ὄψη τοῦ Γέρακα πού δεσπόζει στήν πόλη καί στήν πρός Νότο πεδιάδα. Ἀνατολικά τοῦ Γέρακα διακρίνεται ἡ κοιλάδα ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στή Βόρεια Θράκη. 



Ἀπογευματινή φωτογρά­φηση τοῦ Παπίκιου ὄρους ἀπό τό ίδιο σημεῖο πού ἔχει ληφθεῖ ἡ προ­ηγούμενη φωτογραφία. Τό Παπί­κιο ὄρος βρίσκεται περί τά ἑξήντα χιλιόμετρα ἀνατολικά τῆς Ξάν­θης καί ὑπῆρξε βυζαντινό μοναστικό κέντρο κατά τά πρότυπα τῶν μοναστικῶν κοινοτήτων. Ἄκμασε ἀπό τόν 11ο αἰῶνα παράλληλα μέ τό Ἅγιον Ὄρος καί τό ὄρος Γάνος τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης πάνω ἀπό τή Ραιδεστό. Ἡ ἵδρυση τῶν μονῶν τῆς Ξάνθης ἴσως ἔχει κάποια σχέση μέ τή γειτνίαση τῆς πόλης πρός τό Παπίκιο ὄρος. 


Τό νοτιοδυτικό τμῆμα τῆς Ξάν­θης τό 1902. Εἰκονίζεται ἡ σαφῶς ὀχυρωματική μορφή τοῦ οἰκισμοῦ μέ τίς συστάδες τῶν σπιτιῶν παρά τόν ποταμό Κόσσινθο, τοῦ ὁποίου ἡ δεύτερη κοίτη, ἀποξη­ραμένη σήμερα, περιβάλλει τήν πόλη καί σχη­ματίζει τό μικρό νησί Καναρά. Τό νησί συνδέεται μέ τήν πόλη μέ γέφυρα, στόν χῶρο παρά τήν ὁποία εὑρίσκεται σήμερα ἡ πλατεῖα Ἐμπορίου, ὅπου καί λαμβάνει χώρα κάθε Σάββατο τό γραφικό Παζάρι. Στή φωτο­γραφία εἰκονί­ζονται οἱ συνοι­κίες Καβάκι καί Μητροπόλεως καί στόν ὁρίζοντα οἱ νεότερες συνοικίες τοῦ Ἁγίου Βλασίου καί τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Στό βάθος δεξιά ἡ συνοικία Σοῦννε, ἐνῶ ἀριστερά διακρίνεται ἀμυδρά ἡ βιομηχανική περιοχή τοῦ καπνοῦ. Διακρίνεται ἐπί­σης στό κέντρο ἡ σημερινή περιοχή τῆς Κεντρικῆς Πλατείας. 


Τό βορειοδυτικό τμῆμα τῆς Ξάνθης τό 1902. Εἰκονίζονται τμήματα τῶν συνοικιῶν Καβα­κίου καί Μητροπόλεως, ἡ συνοικία Ἀκαθίστου Ὕμνου μέ τήν ὁμώνυμη ἐκκλη­σία καί ἡ συνοικία Ἀχριάν. Ἀριστερά στή μέση εἰκονίζεται τό νεόκτιστο τότε Μητροπο­λι­τικό Μέγαρο μέ τά παρακεί­μενα σχο­λεῖα. Στό κέντρο τῆς φωτογραφίας διακρίνεται συγκρότημα οἰκο­δομῶν πού περιλαμβάνει χάνι, τό ὁποῖο εἰκάζεται ὅτι κτίσθηκε σέ βάσεις ἀμυντικοῦ ὀχυροῦ. Δεξιά τό μουσουλ­μα­νικό νεκροταφεῖο τῆς συνοικίας Ἀχριάν. Ἡ πλαγιά μπροστά καταλήγει στήν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ Κόσσινθου. Εἶναι ἐμφανής ἡ ἀμφιθεατρική διάταξη τῶν κατοικιῶν καί ἡ ὀχυρωματική μορφή στούς παράπλευρους τοίχους τῶν κατοικιῶν στά ὅρια τοῦ οἰκισμοῦ.





Ἡ πόλη τῆς Ξάνθης εἶναι παλαιότατη. Ἡ ἵδρυσή της ἴσως ἀνάγεται στήν κλασσική ἀρχαιότητα, ἄν καί οἱ λίγες μαρτυρίες ἀπό τίς ἀρχαῖες πηγές, –μέ σημαντικότερη αὐτή τοῦ Στράβωνα–, δέν ἔχουν ἐπιβεβαιωθεῖ ἀπό εὑρήματα. Ἀμφίβολη καί ἀμφιλεγόμενη εἶναι ἡ ταύτιση τῆς σημερινῆς πόλης μέ ἀρχαῖο οἰκισμό.
Ἡ βυζαντινή Ξάνθεια ἀναφέρεται στίς πηγές καί παίζει κάποιο ρόλο κατά τούς ταραγμένους χρόνους τοῦ 13ου καί 14ου αἰῶνα[i]. Ὅ,τι ὅμως διασώζεται ἀπό τήν Ξάνθεια περιορίζεται στά ἐρείπια τοῦ κάστρου, στά θεμέλια καί σέ τμήματα τῶν ἐκκλησιῶν, ὅπως στήν ἐκκλησία τῶν Ταξιαρχῶν Καβακίου καί στό καθολικό τῆς Μονῆς τῶν Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν. Αὐτό πού ὅμως συνδέει τή σημερινή Ξάνθη μέ τή βυζαντινή Ξάνθεια εἶναι ἡ μορφή τοῦ πολεοδομικοῦ ἱστοῦ, τοῦ ὁποίου ἡ διάταξη μᾶλλον διατηρεῖται σήμερα, παρά τίς ἀλλεπάλληλες ἀνοικοδομήσεις. Ἀλλά καί ἡ διάταξη τῶν μονῶν πέριξ τοῦ οἰκισμοῦ ἀνάγεται στήν ἵδρυσή τους κατά τή μεσοβυζαντινή ἐποχή καί ἀποτελεῖ τυπική περίπτωση καθαγίασης τοῦ χώρου, ὅπως θά ἀναλυθεῖ στή συνέχεια.
Μέ τήν ἐμφάνιση τῶν Τούρκων καί τήν κατάληψη τῆς πόλης περί τό 1373, πλήθη Γιουρούκων καί Κονιάρηδων Τουρκομάνων, πού πλαισιώνονται καί συνοδεύονται ἀπό Ἀχῆδες καί Μπεχτασῆδες, ἐγκαθίστανται στήν εὔφορη πεδιάδα τῆς Ξάνθης, ἡ ὁποία, ἐκτός ἀπό τήν ἀκτή, σχεδόν ἐκτουρκίζεται. Τόν ἐκτουρκισμό τῆς πεδιάδας ἀκολούθησε ὁ ἐξισλαμισμός τῆς ὀρεινῆς περιοχῆς τόν 17ο αἰῶνα. Οἱ νεοφερμένοι Ὀθωμανοί Τοῦρκοι δημιουργοῦν ἕνα νέο διοικητικό καί θρησκευτικό κέντρο μέσα στήν εὔφορη πεδιάδα: τή Γενισέα Καρά Σοῦ. Ὡστόσο, γιά λόγους πού δέν ἔχουν ἀκόμη διευκρινισθεῖ, ἡ Ξάνθη δέν παρακμάζει, ὅπως τό γειτονικό Περιθεώριο καί παραμένει μόνιμα στά χέρια τῶν Ρωμηῶν καί πιθανόν νά παίζει κάποιο ἐμπορικό ρόλο βασισμένη στήν πλούσια περιφέρειά της, ἐνῶ ἡ Γενισέα γίνεται τό διοικητικό, θρησκευτικό καί οἰκονομικό κέντρο τῆς περιοχῆς. Μποροῦμε, λοιπόν, νά μιλήσουμε γιά τό ἰδιότυπο δίπολο Ξάνθης καί Γενισέας.
Στήν ἴδια τήν πόλη οἱ νεοφερμένοι μουσουλμάνοι κατακτητές ἐγκαθίστανται περιφερειακά, ἐνῶ ὁ ἀριθμός τους παραμένει μικρός, τουλάχιστον μέχρι τά τέλη τοῦ 17ου αἰώνα, γιά νά φτάσει νά ἀποτελεῖ τό μισό τοῦ πληθυσμοῦ στό τέλος τοῦ 19ου αἰώνα.
Ὁ οἰκισμός πού σήμερα χαρακτηρίζουμε ὡς Παλιά Πόλη τῆς Ξάνθης εἶναι κτισμένος μετά τό 1829˙ χρονιά κατά τήν ὁποία μεγάλοι σεισμοί, πού τούς ἀκολούθησε πυρκαγιά, φαίνεται ὅτι κατέστρεψαν ὁλοσχερῶς τόν προηγούμενο οἰκισμό. Ἡ Παλιά Πόλη, –ὅπως καί ὁ προηγούμενος τοῦ 1829 οἰκισμός–, εἶναι κτισμένη στή θέση τῆς βυζαντινῆς Ξάνθειας. Ὁ σεισμός σχεδόν ἀπάλειψε τά ἴχνη τῆς βυζαντινῆς Ξάνθειας. Ἡ πόλη ὀφείλει τήν ἀνοικοδόμησή της καί τήν ἀκμή της, κατά τό τελευταῖο τρίτο τοῦ 19ου αἰώνα, στόν πλοῦτο πού προσπορίζει ἡ καλλιέργεια, ἡ κατεργασία καί τό ἐμπόριο τοῦ καπνοῦ, ἀλλά καί στήν προνομιακή της θέση πάνω σέ σημαντικούς ἐμπορικούς δρόμους. Ἡ θέση αὐτή βρίσκεται στή φυσική ἀπόληξη τῶν ὀρεινῶν δρόμων ἀπό τή Ροδόπη πρός τή θάλασσα καί ἐποπτεύει τή νότια τῆς Ροδόπης εὔφορη πεδιάδα, πηγή πλούσιας παραγωγῆς, πού στηρίζει, ἐκτός ἀπό τήν πόλη, καί πλῆθος χωριῶν. Ἡ σπουδαιότητα τῆς θέσης τῆς Ξάνθης ἐνισχύεται ἀπό τή διέλευση τῆς Ἐγνατίας Ὁδοῦ. Ἡ ὕπαρξη ἀριθμοῦ φρουρίων στήν ἄμεση περιφέρεια τῆς πόλης εἶναι χαρακτηριστική. Ὑπάρχουν γύρω ἀπό τήν πόλη τά ἐρείπια τεσσάρων τουλάχιστον φρουρίων, πού τά τρία ἀπό αὐτά χρονολογοῦνται μᾶλλον στήν ἀρχαιότητα. Μετά τό 1870 ἡ Γενισέα παρακμάζει καί ἡ Ξάνθη ἀναδεικνύεται πλέον καί σέ διοικητικό κέντρο, ἀφοῦ ἡ ὀθωμανική διοίκηση μεταφέρεται ἀπό τή Γενισέα στήν Ξάνθη. Ἕνα κοινωνικοθρησκευτικό κέντρο (κουλλιγιέ)[ii] ἀνεγείρεται ἀπό τήν ὀθωμανική διοίκηση στίς παρυφές τῆς τότε πόλης σύμφωνα μέ τήν πολεοδομική πρακτική τῶν Ὀθωμανῶν Τούρκων.
Κτίτορες τῆς Παλιᾶς Πόλης τῆς Ξάνθης εἶναι ἡ τοπική Ἐκκλησία καί ἡ ρωμαίικη Κοινότητα. Ἡ Κοινότητα διοικεῖται ἀπό τή Δημογεροντία πού εἶχε ἐφαρμόσει, ὅπως σέ ὅλη τήν καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολή, μιά ἐπιτυχῆ μορφή αὐτοδιοίκησης. Κεφαλή τῆς ἐκλεγμένης Δημογεροντίας, εἶναι ὁ ἑκάστοτε Μητροπολίτης, ὁ ὁποῖος καί προεδρεύει, ἀλλά καί εἶναι ὑπόλογος ἀπέναντι στήν ὀθωμανική διοίκηση. Ἡ ἀνοικοδόμηση ἀρχίζει μέ τή δεκαετία τοῦ 1830, ἀμέσως μετά τήν καταστροφή ἀπό τούς σεισμούς, καί συνεχίζεται ἀδιάλειπτα μέχρι τούς Βαλκανικούς Πολέμους. Ἡ πόλη ἀνοικοδομεῖται μέ πυρήνα τά θεμέλια τῶν ἐκκλησιῶν, πού μᾶλλον ὑπῆρχαν ἀπό τήν ἐποχή τῆς βυζαντινῆς Ξάνθειας, καί μέ γνώμονα τίς νεοελληνικές κοινοτικές ἀντιλήψεις. Ὑπάρχει πλήρης ἐθνοθρησκευτικός διαχωρισμός στήν πόλη καί οἱ χριστιανικές συνοικίες οἰκοδομοῦνται πέριξ τῶν ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν καί τούς πόλους τοῦ οἰκιστικοῦ ἱστοῦ[iii]. Οἱ συνοικίες παραμένουν στά ὅρια πού ἔχουν καθιερωθεῖ ἐπί αἰῶνες. Τήν προσπάθεια ἀνοικοδόμησης ἐμψυχώνει ὁ Μητροπολίτης Εὐγένιος καί χρηματοδοτεῖ ἡ ρωμαίικη κοινότητα, βασισμένη στήν οἰκονομική ἰσχύ πού τῆς παρέχει ἡ καλλιέργεια καί ἡ ἐμπορία τοῦ καπνοῦ. Τό ἐμπόριο τοῦ καπνοῦ, πού ἔλεγχαν οἱ Τοῦρκοι μπέηδες, περνάει στήν ἀρχή τοῦ 19ου αἰώνα στά χέρια τῶν Ἑλλήνων ἐμπόρων. 
Ἡ ἀνοικοδόμηση λαμβάνει χώρα σέ μία ἐποχή ἀναγέννησης τοῦ ὑπόδουλου Ἑλληνισμοῦ καί μεγάλης ἀκμῆς του γενικότερα καί στή Θράκη εἰδικότερα. Ἀλλά καί οἱ πολιτικές συνθῆκες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ἐπιτρέπουν στή ρωμαίικη κοινότητα νά δραστηριοποιηθεῖ, νά χρησιμοποιήσει τήν οἰκονομική καί κοινωνική της δύναμη καί νά δράσει συλλογικά. Πρόκειται γιά μία ἐποχή κατά τήν ὁποία ἡ ἀνάγκη ἐκσυγχρονισμοῦ τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας συμπίπτει μέ τίς κοινωνικές καί οἰκονομικές ἐπιδιώξεις τῶν ρωμαίικων πληθυσμῶν. Ὁ ἐκσυγχρονισμός τῆς Αὐτοκρατορίας προϋποθέτει διαδικασίες ἐκδυτικισμοῦ τίς ὁποῖες υἱοθετοῦν μέ ἐπιτυχία οἱ ἑλληνικές κοινότητες, πρᾶγμα πού τούς δίνει οἰκονομικά καί κοινωνικά πλεονεκτήματα.
Ἡ ἀκμή τῆς πόλης κατά τόν 19ο αἰῶνα ὀφείλεται καί συμπίπτει λοιπόν μέ τήν ἀποκορύφωση τῆς ἀναγέννησης τοῦ ὑπόδουλου Ἑλληνισμοῦ μετά τόν 18ο αἰῶνα, ὅταν οἱ ρωμαίικες κοινότητες ἀνέρχονται καί γίνονται σημαντικό τμῆμα τῆς νεοπαγοῦς ἀστικῆς τάξης τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Δημιουργεῖται τότε μία κατάσταση ὅπου, παρά τήν πολιτική ὑποταγή τους, οἱ ρωμαίικες κοινότητες ἀπολαμβάνουν σχετικές ἐλευθερίες καί ἀποκτοῦν σημαντικά πλεονεκτήματα καί οἰκονομική δύναμη.
Ἡ πόλη ἀνοικοδομεῖται ἀπό μετακινούμενες ἐποχικά ὁμάδες Ἠπειρωτῶν, Μακεδόνων καί Θρακῶν οἰκοδόμων ὡς ἕνα ἀρχιτεκτονικό ὑβρίδιο τῆς λαϊκῆς μακεδονικῆς ἀρχιτεκτονικῆς, τῆς "ἀρχοντικῆς" ἀρχιτεκτονικῆς τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου καί τῆς ἐκλεκτικιστικῆς ἀρχιτεκτονικῆς, ἡ ὁποία μεταφέρεται ἐκεῖ ἀπό τά μεγάλα ἀστικά κέντρα τῆς κεντρικῆς Εὐρώπης καί τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Ἡ Ξάνθη ἀνήκει στόν χῶρο τόν ὁποῖο χαρακτηρίζουμε ὡς καθ ἡμᾶς Ἀνατολή, δηλαδή στήν περιοχή αὐτή τῆς Ἐγγύς Ἀνατολῆς πού κατοικεῖται καί ἀπό ἑλληνικούς πληθυσμούς, καί πού ἀποτελεῖ κατά παράδοση χῶρο τῆς ἐξάπλωσης τῶν Ἑλλήνων, οἱ ὁποῖοι διαμορφώνουν καί καθορίζουν, ὥς ἕνα βαθμό, τόν χαρακτῆρα του. Ὁ χῶρος αὐτός ταυτίζεται συμβατικά μέ τόν χῶρο τῆς οἰκουμενικῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας κατά τήν ὕστερη φάση της. Ὁ χῶρος αὐτός εἶναι χῶρος γεωγραφικός, ἱστορικός καί πολιτισμικός.
Κατά τό δεύτερο μισό τοῦ 19ου αἰώνα ἡ πόλη ἐπεκτείνεται ραγδαία ἔξω ἀπό τά ὅρια πού ἴσχυαν γιά μακραίωνο χρονικό διάστημα. Νέες συνοικίες δημιουργοῦνται πρός Νότο καί μία εὐρεία βιομηχανική καί βιοτεχνική περιοχή ἀνεγείρεται στίς παρυφές τῆς πεδιάδας. Ἡ βιομηχανική περιοχή περιλαμβάνει ἀποκλειστικά κτήρια κατεργασίας τοῦ καπνοῦ καί εἶναι σαφῶς διαχωρισμένη ἀπό τίς περιοχές κατοικίας. Ἡ πόλη γίνεται ἕνα οἰκονομικό, ἐμπορικό, βιοτεχνικό καί βιομηχανικό κέντρο.
Σημαντικό χαρακτηριστικό τῆς ἀνθρωπολογίας τῆς πόλης εἶναι ἡ πολυμορφία καί ἡ κινητικότητα τῶν πληθυσμῶν της. Στήν Ξάνθη ἐγκαθίστανται κατά περιόδους πληθυσμοί ἀπό τή Βόρεια Θράκη, τή Χαλκιδική, τήν Ἤπειρο καί τή Μακεδονία, ὅπως καί Μουσουλμάνοι πρόσφυγες ἀπό τά Βαλκάνια κατά τόν Ρωσοτουρκικό Πόλεμο τό 18771878. Ἀργότερα ἐγκαθίστανται στήν πόλη Κρητικοί καί μετά τό 1922 ἐγκαθίστανται μαζικά πρόσφυγες τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης, τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί τοῦ Πόντου καί, τέλος, πληθυσμοί ποντιακῆς καταγωγῆς ἀπό τήν πρώην Σοβιετική  Ἕνωση, τελευταῖοι αὐτοί φυγᾶδες τῆς πάλαι ποτέ ἑλληνικῆς Ἀνατολῆς. Οἱ πρόσφυγες τοῦ 1922 ὑπερδιπλασιάζουν τόν πληθυσμό τῆς πόλης. Ἡ Ξάνθη εἶναι ἕνα ἀπό τά καταφύγια τῶν προσφύγων τῆς πάλαι ποτέ ἑλληνικῆς Ἀνατολῆς. Σήμερα ἡ περιφέρεια τῆς Ξάνθης κατοικεῖται ἀπό πολυμορφία ἐθνοτικῶν ὁμάδων. Βόρεια κατοικοῦν οἱ ὀρεσίβιοι Πομάκοι καί νότια στήν πεδιάδα ἀναμειγνύονται τουρκογενεῖς μουσουλμάνοι μέ Ρωμηούς, γηγενεῖς ἤ πρόσφυγες τῆς ἑλληνικῆς Ἀνατολῆς.
Ἡ πολυμορφία τῶν ἐθνοτικῶν ὁμάδων ἀντανακλᾶται καί στήν πόλη τῆς Ξάνθης, ὅπου πρέπει νά σημειωθεῖ ἡ ἐπιτυχής συμβίωση τουρκογενῶν πληθυσμῶν καί, ἀργότερα, μουσουλμάνων Τσιγγάνων καί μουσουλμάνων Πομάκων τῆς ὀρεινῆς περιοχῆς μέ τούς χριστιανικούς πληθυσμούς. Αὐτό γίνεται στά πλαίσια τοῦ Νέου Ἑλληνικοῦ κράτους καί ἀντιπροσωπεύει ἕνα ἐπίτευγμα τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας, τό ὁποῖο, ὅμως, παραμένει ἄγνωστο καί δέν προβάλλεται.
Σήμερα τό τμῆμα τῆς πόλης τοῦ 19ου αἰώνα, πού ὁρίζεται στά ὅρια περίπου τῆς βυζαντινῆς Ξάνθειας, διατηρεῖται σέ μεγάλο βαθμό ἄθικτο καί ἀποτελεῖ τό καλύτερα σωζόμενο στόν ἑλλαδικό χῶρο δομημένο δεῖγμα τῆς κοινοτικῆς ὀργάνωσης τῶν Ἑλλήνων τῆς καθ ἡμᾶς Ἀνατολῆς. Ἡ διάσωση τῆς Παλιᾶς Πόλης τῆς Ξάνθης ὀφείλεται στή συγκυρία τῆς οἰκονομικῆς παρακμῆς τῆς πόλης κατά τήν ἐποχή τῆς ἀνεξέλεγκτης ἀνοικοδόμησης τῶν ἑλληνικῶν πόλεων τίς δεκαετίες τοῦ 1950 καί τοῦ 1960[iv].
Ἡ σύγχρονη πόλη, ἀποτελεῖ ἀνοικοδόμηση τῶν περιοχῶν πού βρίσκονται ἔξω ἀπό τά ὅρια πού περίπου καθόριζαν τή βυζαντινή Ξάνθεια καί λαμβάνει τή μορφή της σέ τρεῖς φάσεις: ἀρχικά στά τέλη τοῦ 19ου αἰώνα, στή συνέχεια μετά τήν ἔλευση τῶν προσφύγων τῆς Μικρασιατικῆς Καταστροφῆς καί, τέλος, μετά τό 1960. Ἡ σύγχρονη πόλη εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἐντατικῆς ἀνοικοδόμησης, πού χαρακτηρίζει τίς ἑλληνικές πόλεις μετά τή δεκαετία τοῦ 1950, καί εἶναι δομημένη μέ βάση τίς ἀντιλήψεις καί τά ἀρχιτεκτονικά καί αἰσθητικά πρότυπα τά ὁποῖα ἐπικρατοῦν σήμερα στόν ἑλλαδικό χῶρο. Πρότυπα, τά ὁποῖα χαρακτηρίζονται ἀπό ἄκρατη ἐμπορευματοποίηση τοῦ χώρου καί ὑποταγή τῶν κριτηρίων στή λειτουργικότητα τῆς ἀνάγκης.
Μέ τήν ἀνακήρυξη τῆς Παλιᾶς Πόλης ὡς διατηρητέας, τό 1976, δημιουργεῖται ἕνας διφυής χαρακτῆρας στήν πόλη μέ τή συνύπαρξη παλιοῦ καί καινούργιου. Θά πρέπει, βέβαια, νά ξεκαθαρίσουμε ὅτι αὐτό πού χαρακτηρίζουμε ὡς "παλιό" εἶναι ἡ ἱστορική πραγματικότητα τῆς καθ ἡμᾶς Ἀνατολῆς κατά τόν 19ο αἰῶνα, μιά ἐποχή σχετικά πρόσφατη, ἄν λάβουμε ὑπ ὄψη τό ἱστορικό βάθος τῆς πατρίδας μας.
Ἔτσι σήμερα, ἡ Παλιά Πόλη τῆς Ξάνθης εἶναι γεμάτη ἀπό λαϊκότροπες βαλκανικές κατοικίες, μαγαζιά, τυπικές ρωμαίικες ἐκκλησίες τῆς τελευταίας ὀθωμανικῆς περιόδου, κονάκια κατά τήν παράδοση τῆς Θεσσαλίας, τῆς Μακεδονίας καί τῆς Ἠπείρου, ἀλλά καί δυτικότροπα ἐκλεκτικιστικά μέγαρα πού κτίσθηκαν γιά νά ἐντυπωσιάσουν. Ἐπιβιώνει ἐκεῖ τό δομημένο περιβάλλον τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς, γεμάτο μέ αὐθεντική ρωμαίικη χαρμολύπη, ὅπου ὅμως παραδόξως συμβιώνει καί ἡ κεντροευρωπαϊκή μπέλ ἐπόκ, ἐνῶ οἱ γύρω αὐθεντικοί μιναρέδες στεφανώνονται ἀπό βυζαντινά μοναστήρια.
Ἀκόμη σήμερα, ψηλά, στό εἰσέτι σωζόμενο βυζαντινό φρούριο, πού μόλις διακρίνεται, μέσα στά στενά καί ἀδιέξοδα καλντερίμια, σέ κάποια θεμέλια ἐκκλησιῶν, σέ ἀπομεινάρια ἀπό ντουβάρια μέ γεμᾶτες σκουριά πέτρες, ἤ σέ κόκκαλα πού κατά καιρούς ἀνευρίσκονται στά σκαψίματα γιά τά νέα κτήρια, πλανᾶται μυστικῶς ἡ πραγματικότητα ἑνός παρελθόντος πού φαίνεται μακρινό. Αὐτά εἶναι τά ἴχνη τῆς βυζαντινῆς Ξάνθειας, τήν ὁποία οἱ μεγάλοι σεισμοί τοῦ 1829 καί μετά ἡ ἀνοικοδόμηση σχεδόν ἐξαφάνισαν.



[i] Ἐποχή πού χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ἐπιβολή τῶν Δυτικῶν καί τῶν Τούρκων γιά ἐπέκταση στόν βυζαντινό χῶρο, τούς ἀνταγωνισμούς τῶν Βυζαντινῶν, τῶν Τούρκων, τῶν Σέρβων καί τῶν Βουλγάρων, ὅπως καί ἀπό τούς ἐμφύλιους δυναστικούς πολέμους τῶν Βυζαντινῶν.

[ii] Σύμφωνα μέ τήν ὀθωμανική ἀντίληψη οἱ ὑπήκοοι τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας χωρίζονται μέ βάση τόν ἰσλαμικό νόμο σέ μουσουλμάνους καί μή μουσουλμάνους, σέ κύριους καί ὑποταγμένους. Ὁ διαχωρισμός αὐτός ἐπιβάλλεται μέ κανονισμούς καί στό δομημένο περιβάλλον, ὥστε πάντα νά προβάλλεται τό μουσουλμαικό στοιχεῖο.  Αὐστηρά περιοριστικά μέτρα ἐπιβάλλουν κανονισμούς καί ἀπαγορεύσεις, ὥστε τά θρησκευτικά κτήρια τῶν ὑποδούλων λαῶν νά μήν εἶναι ἐμφανῆ καί νά μήν προβάλλονται, ἀλλά καί νά μή κτίζονται καινούργια.  Ἀνάλογα, οἱ οἰκοδομές ἀνεγείρονται μέ διαφορετικά μέτρα δόμησης γιά κάθε κατηγορία πολιτῶν. Ἡ πόλη διαχωρίζεται σέ περιοχές μουσουλμάνων καί μή μουσουλμάνων μέ διαφορετικούς κανονισμούς γιά τήν ἀνέγερση τῶν κατοικιῶν καί ὀργανώνεται σέ ἑνότητες. Μιά μεγάλη διοικητική ἑνότητα εἶναι τό κουλλιγιέ πού ὑποστηρίζει τήν κοινωνικοθρησκευτική ὀργάνωση τοῦ μουσουλμανικοῦ πληθυσμοῦ καί περιλαμβάνει βασικά στοιχεῖα τῆς μουσουλμανικῆς κοινωνικῆς ζωής. Τά κουλλιγιέ συναντῶνται στίς μεγάλες ἰσλαμικές πόλεις τῆς κεντρικῆς Ἀσίας (Σαμαρκάνδη, Ἐσφαχάν), ἀλλά καί σέ εὐρωπαϊκές πόλεις τίς ὁποῖες ἀνοικοδόμησαν οἱ Ὀθωμανοί Τοῦρκοι (Προῦσα, Ἀδριανούπολη, Κωνσταντινούπολη), ἀφοῦ τίς κατέκτησαν.

[iii] Κατά εὐτυχῆ συγκυρία ἡ ἀνοικοδόμηση τῆς Ξάνθης λαμβάνει χώρα σέ μία ἐποχή κατά τήν ὁποία αἴρονται οἱ αὐστηροί κανονισμοί πού ἀφοροῦσαν τά θρησκευτικά καί κοσμικά κτίσματα τῶν μή μουσουλμανικῶν πληθυσμῶν τῆς Αὐτοκρατορίας. Σύμφωνα μέ τόν ἱερό νόμο ἀπαγορευόταν ἡ ἀνέγερση νέων ἐκκλησιῶν καί μόνο κατ' ἐξαίρεση ἐπιτρεπόταν ἡ ἐπισκευή τῶν παλαιῶν πού ὑπῆρχαν πρίν τήν τουρκική κατάκτηση. Κατά τήν περίοδο τοῦ Τανζιμάτ, καί ἰδίως μετά τή δημοσίευση τοῦ Χάτι Χουμαγιούν τοῦ 1856, ἀρχίζει νά ἐπιτρέπεται ἡ ἀνέγερση νέων ἐκκλησιῶν, ἀφοῦ ὑποβληθεῖ πρῶτα σχέδιο στή διοίκηση καί ἐγκριθεῖ μέ αὐτοκρατορικό διάταγμα. Οἱ οἰκοδομές καί κατοικίες τῶν μή μουσουλμάνων, οἱ ὁποῖες βρισκόταν κάτω ἀπό αὐστηρή ἐπιτήρηση μποροῦν πλέον νά ἀνεγείρονται χωρίς τίς διακρίσεις πού ἴσχυαν ἐπί αἰῶνες. Τό ἐπιτρεπόμενο ὕψος, ὁ ἀριθμός τῶν ὀρόφων, τά χρώματα τῶν κατοικιῶν τῶν μή μουσουλμάνων δέν βρίσκονται πλέον κάτω ἀπό ἀπαγορευτικά ὅρια. Ἐνῶ ἐξακολουθοῦν νά ἰσχύουν οἱ κανόνες γιά τήν ὀργάνωση τῆς πόλης, τῶν συνοικιῶν, τόν διαχωρισμό τῶν κοινοτήτων καί τῶν χρήσεων.

[iv] Ἡ Παλιά Πόλη τῆς Ξάνθης μέ τούς ὑπερκείμενους λόφους ἀνακηρὐχθηκε ὡς τόπος πού χρειάζεται εἰδική κρατική προστασία μέ ἀπόφαση τοῦ τότε Ὑπουργοῦ Πολιτισμοῦ Κωνσταντίνου Τρυπάνη τόν Μάιο τοῦ 1976. Πρωτεργάτης τῆς ἀνακήρυξης ἦταν ὁ τότε Νομάρχης Ξάνθης Κωνσταντῖνος Θανόπουλος μέ τήν ἐπιστημονική ὑποστήριξη τοῦ τότε ἐφόρου Ἀρχαιοτήτων Κομοτηνῆς Εὐάγγελου Πεντάζου.








Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2011

Ἡ βυζαντινή Ξάνθεια


Οἱ δύο τετράγωνοι πῦργοι τοῦ νότιου τμήματος τοῦ κάστρου τῆς Ξάνθειας ἀπό φωτογραφία τοῦ 1898



Τά ἐρείπια τοῦ κάστρου τῆς βυζαντινῆς Ξάνθειας, ἀπό φωτογραφία τοῦ 1905. Ἀριστερά διακρί­νεται ἡ μονή τῶν Παμμε­γίστων Ταξιαρχῶν. Διακρίνονται πέντε πύργοι πού σήμερα εἶναι καλυμμένοι ἀπό βλάστηση



Καμπύλοι καί ἀδιέξοδοι δρόμοι χαρα­κτη­ρίζουν τη συνοικία Ἀκροπόλεως (Ἀχριάν). Χαρακτηριστική, ὅπως εἰκονίζεται στή φωτογραφία, εἶναι καί ἡ ἐσωστρέφεια τῶν οἰκιῶν. Ἡ συνοικία Ἀχριάν κατοικεῖται ἀκόμη ἀπό μουσουλμάνους.


Οἱ καμπυλώσεις τῶν δρόμων καί οἱ ἀλλαγές κατευ­θύνσεως ὥστε νά μήν ὑπάρχει ὁρατότητα σέ μεγάλο μῆκος τοῦ δρόμου χαρα­κτη­ρίζουν καί τή χριστιανική συνοικία Μητρο­πό­λεως. Στή φωτογρα­φία τοῦ 2006 τμῆμα τῆς ὁδοῦ Ὀρφέως. Τό εἰκο­νιζόμενο σπίτι λαϊκῆς ἀρχιτεκτο­νικῆς μέ γωνιακό σαχνισί εἶναι τό ἀρχαιότερο χρονολο­γημένο σπίτι τῆς πόλης (1841).


  Μαρμάρινη βυζαντινή διακοσμητική ἐπίστεψη ἐντοιχι­σμένη στό παρεκκλήσι τῶν Ἁγίων Θεοδώρων στήν ὁδό Ἀρι­στείδου.  Ἕνα ἀπό τά λίγα ὑπολείμ­ματα τῆς βυζαντινῆς Ξάνθειας πού εἶναι ἀκόμη ὁρατά στήν πόλη. 





Ἡ βυζαντινή Ξάνθεια
Στήν ὀνομαζόμενη σήμερα Παλιά Πόλη διακρίνονται τά ἴχνη ἑνός ὀχυρωμένου βυζαντινοῦ οἰκισμοῦ στά περιγράμματα τῶν ὁμάδων τῶν σπιτιῶν πού συγκροτοῦν τά ὅριά του, στούς στενούς, καί, ἰδίως στό βόρειο τμῆμα, στούς συχνά ἀδιεξόδους καί δαιδαλώδεις δρόμους, πού, παρά τήν ἀνοικοδόμηση τοῦ 19ου αἰώνα, φαίνεται νά διατηροῦν ἀναλλοίωτη τήν παλιά χάραξή τους.
Ἔτσι, μέ ἁπλές παρατηρήσεις, τό περίγραμμα ἑνός ὀχυρωμένου οἰκισμοῦ ἀναδύεται, ὁρίζοντας τή βυζαντινή πόλη ἀπό τίς ὄχθες τοῦ Κόσσινθου μέχρι τή σημερινή πλατεῖα Ἀντίκα καί ἀπό τή συνοικία Ἀχριάν μέχρι τό ρέμα τῆς Ἄνω Χαράδρας. Τό περίγραμμα αὐτό ὁρίζεται ἀνατολικά ἀπό τή χαράδρα τῆς κοίτης τοῦ ποταμοῦ Κόσσινθου, ὁ ὁποῖος πηγάζει ἀπό τίς νότιες παρυφές τῆς ὀροσειρᾶς τῆς Ροδόπης, ὄχι μακριά ἀπό τήν πόλη. Ἡ σήμερα ἀποξηραμένη, παλαιά κοίτη τοῦ Κόσσινθου ὁρίζει τή νότια πλευρά τῆς βυζαντινῆς πόλης, ἐνῶ τό ρέμα πού σήμερα ὀνομάζεται Κάτω Χαράδρα (ὁδός Βιζυηνοῦ) ἀποτελεῖ τό δυτικό ὅριό της. Ἡ βόρεια πλευρά τοῦ οἰκισμοῦ θά πρέπει νά ὁρίζεται στό βόρειο τμῆμα τῆς σημερινῆς Παλιᾶς Πόλης ὅπου ὑπάρχουν καί ἴχνη ὑδραγωγείου. Τό περίγραμμα τῆς βυζαντινῆς Ξάνθειας γίνεται εὐκολότερα κατανοητό ἄν ἀντιληφθοῦμε τίς σειρές τῶν σπιτιῶν στά ὅρια τοῦ οἰκισμοῦ, πού φαίνεται νά καθορίζουν ἕνα ἐξωτερικό περίβλημα μέ τούς τοίχους τους πού βλέπουν ἔξω τοῦ οἰκισμοῦ καί δημιουργοῦν κάποιο εἶδος τείχους. Ἐπίσης ἡ δαιδαλώδης μορφή τοῦ δικτύου τῶν δρόμων καί ἡ συμβολή τῶν δρόμων μέ πλάγιες κατευθύνσεις ὥστε νά μήν εἶναι ὁρατό τό μῆκος τοῦ δρόμου σέ ὅλη τήν προοπτική του, προσδίδουν στούς ἀμυνόμενους ἕνα πλεονέκτημα .
Τό ὀχυρωμένο ὕψωμα παρά τή Μονή τῶν Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν ἀποτελοῦσε τήν ἀκρόπολη τῆς βυζαντινῆς Ξάνθειας. Δέν εἶναι γνωστός ὁ τρόπος τῆς ἐπικοινωνίας τοῦ ὀχυρωμένου κάστρου τῆς Ἀκρόπολης μέ τήν παρακείμενη πόλη, ἡ ὁποία δέν φαίνεται νά εἶχε ὀχύρωση μέ τεῖχος.Οἱ ἐνδείξεις συνηγοροῦν στήν ὕπαρξη μεμονομένων ὀχυρώσεων μέ ὀχυρωματική διάταξη τῶν οἰκιῶν στόν ἐξωτερικό περίβολο καί πῦλες πού ἀσφάλιζαν τή νύχτα.
Ἡ διέλευση τῆς Ἐγνατίας Ὁδοῦ ἀπό τόν οἰκισμό τοῦ πρόσδιδε κάποια πρόσθετη σημασία. Δέν ἔχουν πιστοποιηθεῖ ἴχνη τῆς Ἐγνατίας Ὁδοῦ πού νά ξεκαθαρίζουν τό ἄν ὁ σημαντικός αὐτός δρόμος περνοῦσε ἀπό τήν πόλη καί ἄν ἡ πόλη ἀποτέλεσε κάποιο σταθμό.
Ἡ πόλη ἦταν ἀμφιθεατρικά κτισμένη στίς τελευταῖες πρός Νότο παρυφές τῆς Ροδόπης καί μέ τρόπο πού δέν ἀπαιτοῦσε χρήση εὔφορης γεωργικῆς γῆς.
Ὡστόσο τό πιο σημαντικό ἴχνος τῆς βυζαντινῆς Ξάνθειας πρέπει νά εἶναι ἡ μορφή καί ἡ διάταξη τοῦ οἰκισμοῦ ὅπως ἐπιβιώνει καί ἀναπαράγεται μέσα στούς αἰῶνες.



Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2011

Ξάνθεια: Καθαγίαση τοῦ χώρου

Ἀνά­γλυφος Σταυρός στήν ἐξω­τερικἠ ἐπιφάνεια τοῦ τρούλλου τοῦ καθο­λικοῦ τῆς Μονῆς τῆς Παναγίας Ἀρχαγγελιώτισσας.
Φωτογράφηση τῶν παρυφῶν τῆς πόλης πρός Βορρᾶ. Εἰκονίζεται ἡ βιομηχανική περιοχή τοῦ καπνοῦ μέ τά καπνομάγαζα ὅπως ἦταν τό 1920. Στόν ὁρίζοντα διακρίνονται τά τρία μοναστήρια. Ἡ ὄψη τῆς πόλης εἶναι χαρακτηρι­στική ἀπό κάθε σημεῖο τῆς πεδιάδας μέ τά μοναστήρια νά περικλείουν τήν πόλη

Τό μοναστήρι τῆς Παναγίας Καλαμοῦς κτισμένο πιθανότατα κατά τόν 11ο αἰῶνα σέ αὐχένα πάνω ἀπό τή χαράδρα πού σχηματίζει ὁ ποτα­μός Κόσσινθος. Ἑνίοτε ὀνομάζεται καί Μεσαῖο μοναστήρι καί βρίσκεται σέ σημεῖο πού μπορεῖ νά ὁρίσει τόν Βορρά. (Ἀπό φωτογραφία τοῦ 1920).

Τό μοναστήρι τῶν Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν πιθανόν ἱδρυμένο κατά τόν 9ο αἰῶνα. Σήμερα σώζεται τό καθολικό τῆς μονῆς μέ ἴχνη τοιχογραφιῶν μεσοβυζαντινῶν καί τοῦ 16ου αἰώνα. Στή φωτογραφία εἰκονίζεται τό μοναστήρι ὅπως ἦταν στά τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ 1950 πρίν κατα­στραφεῖ ἀπό πυρκαγιά. Τή μορφή αὐτή εἶχε δώσει στό μοναστήρι ὁ Μητροπολίτης Ἰωακείμ Σγουρός μέ τήν ἀνέγερση ξενώνα στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰώνα. Βρίσκεται σέ θέση πού ὁρίζει τή Δύση. (Φωτογραφία τοῦ 1960)

Τό μοναστήρι τῆς Παναγίας Ἀρχαγ­γε­λιώτισσας ἤ Παναγίας Σαμακοβιανῆς, ὅπως ἦταν κατά τή δεκαετία τοῦ 1930. Ἡ ἵδρυση τῆς μονῆς ἀνάγεται κατά τούς μεσοβυζαντινούς χρόνους. Βρίσκεται σέ θέση πού ὁρίζει τήν Ἀνατολή. (Φωτογραφία τοῦ 1935).

Ὁ μικρός μετοχιακός ναός τοῦ Ἁγίου Νικολάου δίπλα στό Πόρτο Λάγος καί στή στενή λωρίδα γῆς πού χωρίζει τή λιμνοθάλασσα Βιστονίδα ἀπό τό Θρακικό Πέλαγος. Ἡ σημερινή του μορφή ἀνάγεται στά πρῶτα χρόνια τοῦ 20οῦ αἰώνα. Ἀποτελεῖ μετόχι τῆς Μονῆς Βατοπαιδίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους. (Φωτογραφία τῆς δεκαετίας τοῦ 1980). 

Ἐπίδειξη δύναμης τῶν Βουλγάρων κατακτητῶν κατά τήν Πρώτη Βουλγαρική Κατοχή (1912-1919). Εἰκονίζεται σημεῖο νότια τῆς πόλης παρά τίς καπνα­πο­θῆκες. Στό βάθος δεσπόζει ἡ μονή τῆς Ἀρχαγγε­λιώ­τισσας.

Ἀνάγλυφος σταυρός στή νοτιοανατολική γωνία τῆς ἐκκλησίας τοῦ Τίμιου Προδρόμου. 

Φωτογραφία τῆς Κεντρικῆς Πλατείας κατά τή δεκαετία τοῦ 1930. Στό βάθος καί στόν ὁρίζοντα τῆς ὁδοῦ Βασιλέως Κωνσταντίνου εἶναι ὁρατό τό μοναστήρι τῶν Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν.

Ἀνάγλυφος σταυρός στήν νοτιο­δυτική πλευρά τῆς ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Βλασίου.

Χάρτης τῆς ἄμεσης περιφέρειας τῆς Ξάνθης, ὅπου σημειώνονται οἱ θέσεις τῶν μοναστηριῶν καί τῶν κάστρων. Εἶναι ἐμφανής ἡ τοποθέτηση τῶν τεσσάρων μοναστηριῶν στά τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα σέ σχέση μέ παρατηρητῆ πού βρίσκεται μέσα στήν Παλιά Πόλη. (Σχεδίαση χάρτη ἀπό τόν Βασίλη Τσιούκα).



Παράσταση τῆς καθα­γία­σης τοῦ χώρου κατά τή βυζαντινή καί νεοελληνική παρά­δοση. Εἰκο­νίζονται δύο κύκλοι: ὁ ἐσωτερικός, πού παριστάνει τά ὅρια τοῦ οἰκι­σμοῦ καί ὁ ἐξωτερικός, πού καθο­ρίζει τήν εὐρύτερη περιφέρειά του. Ἀμφότεροι οἱ κύκλοι ὁρίζονται ἀπό σταυρᾶτα, ἄν καί σέ μικρούς οἰκισμούς οἱ κύκλοι ὁρίζονται μέ λιτανεία ἤ μέ περιάροση. Στόν ἐσωτερικό κύκλο ὁ οἰκισμός συγ­κροτεῖται μέ βάση σταυρική διά­ταξη δύο κύριων δρόμων μέ κατεύ­θυνση Ἀνατολή-Δύση καί Βορ­ρᾶ-Νότο. Ὁ Βορρᾶς ὁρίζεται ἀπό τόν Πολικό Ἀστέρα. Οἱ δύο δρόμοι τέμ­νονται στήν Κεντρική Πλατεῖα ὅπου καί ἐκκλησία (ὀμφαλός). Ὁ Σταυρός τῆς ἐκκλη­σίας στόν ὀμ­φα­λό προεκτείνεται νοητά, ὥστε ὁ συμβολικός χῶρος νά εἶναι τρισ­διά­στατος. (Σχέδιο τῆς Ἄννας Ψωμᾶ).




Στόν οἰκισμό πού προσδιορίσαμε μέ τίς παρατηρήσεις μας διακρίνεται μιά χαρακτηριστική διάταξη, ἡ ὁποία σήμερα ἴσως φαίνεται ἀσυνήθιστη καί πού ἴσως ἡ διαπίστωσή της ξενίσει: ὁ οἰκισμός αὐτός εἶναι, σύμφωνα μέ τή βυζαντινή παράδοση, καθαγιασμένος[i].
Ὅποιος βρίσκεται μέσα στήν πόλη τῆς Ξάνθης, ἤ ὅποιος κατευθύνεται πρός τήν Ξάνθη ἀπό τήν πεδιάδα, βλέπει πάντα στόν ὁρίζοντα, πού γεμίζουν τά ὑψώματα, κάποια, ἤ ὅλα, ἀπό τά τρία μοναστήρια της. Ἡ θέα τῶν μοναστηριῶν συμπληρώνει τή γοητευτική εἰκόνα τῆς Παλιᾶς Πόλης καί στεφανώνει τά γύρω ὑψώματα, τά ὁποῖα χωρίς τά μοναστήρια θά φαινόταν σκοτεινά, ἄξενα καί ἀπειλητικά. Σήμερα, μέ τήν ἀνέγερση σύγχρονων πολυώροφων οἰκοδομῶν, τά μοναστήρια τῆς Ξάνθης δέν εἶναι πιά ἀμέσως ὁρατά, ὅπως ἦταν μόλις πρίν λίγες δεκαετίες. Ὡστόσο, ἡ παρουσία τῶν μοναστηριῶν στό περίγραμμα τῆς πόλης συνεχίζει καί σήμερα νά ἐντυπωσιάζει. Τόσο, πού ὁ εὐαίσθητος ἐπισκέπτης ἔχει τή βεβαιότητα πώς περιβάλλεται ἀπό ἱερή προστασία, ἐνῶ ὁ κάτοικος τῆς πόλης ἀσυναίσθητα ἀντιλαμβάνεται τήν παρουσία τῶν μοναστηριῶν ὡς πηγή οἰκείωσης καί σιγουριᾶς.
Τά μοναστήρια τῆς Ξάνθης δίνουν στήν πόλη μία χριστιανική ταυτότητα καί ὄχι μόνο τήν πλουτίζουν μέ γραφικότητα καί χαρακτῆρα, ἀλλά μεταφέρουν καί παλαιότατες σημασίες. Βαθύ μυστήριο καλύπτει τή βυζαντινή Ξάνθεια καί τά ἴχνη της, ὅπως εἴπαμε, εἶναι ἐλάχιστα. Μᾶς εἶναι ἄγνωστη ἡ ἱστορία τῶν μοναστηριῶν τῆς σημερινῆς Ξάνθης, τά ὁποῖα κτίζονται καί ξανακτίζονται στίς ἴδιες βάσεις μετά ἀπό καταστροφές καί θεομηνίες. Ὡστόσο, θεωρεῖται βέβαιη τήν ἵδρυση τῶν τριῶν μοναστηριῶν κατά τούς βυζαντινούς χρόνους.
Ὁλόκληρη ἡ εὐρεία περιφέρεια τῆς πόλης καθαγιάζεται σύμφωνα μέ τή βυζαντινή παράδοση, μέ τήν παρουσία τῶν μοναστηριῶν πού ὁρίζουν νοερό Σταυρό[ii]. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ πόλη καί ἡ ἄμεση περιφέρεια της προστατεύονται ἀπό τόν Σταυρό. Ὁ Σταυρός ὁρίζεται νοερά σέ σχέση μέ παρατηρητή εὑρισκόμενο μέσα στήν πόλη γιά τόν ὁποῖο κάθε μοναστήρι βρίσκεται σέ ἕνα ἀπό τά τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα. Σύμφωνα μέ τίς δημώδεις ἐκφράσεις ἡ πόλη εἶναι "σταυρωμένη" καί τά μοναστήρια της εἶναι "σταυρᾶτα". Τό "σταύρωμα" σημαίνει τήν καθαγίαση ἀπό τόν Σταυρό, ἐνῶ τά "σταυρᾶτα" εἶναι τά κτίσματα καί τά σημεῖα πού φέρουν τόν Σταυρό. Πράγματι, σύμφωνα μέ προφορική λαϊκή παράδοση ἡ πόλη περικλείεται σέ νοερό Σταυρό, τά ἄκρα τοῦ ὁποίου ὁρίζονται ἀπό τά τρία μοναστήρια της καί τό μικρό ναό τοῦ Ἁγίου Νικολάου στή Βιστονίδα λίμνη. Ἡ δημώδης αὐτή παράδοση συναντᾶται ἐπίμονα ἀκόμη καί στίς μέρες μας[iii].
Βέβαια, ὅπως ἀναλύεται στή συνέχεια, ἡ καθαγίαση τῆς εὐρύτερης περιφέρειας γίνεται ἀπό σταυρᾶτα πού ὁρίζουν ἕνα νοερό σταυρό σέ ἄμεση ὀπτική συνάφεια μέ τήν πόλη. Τό τέταρτο "σταυρᾶτο", πού ἀναφέραμε ὁ ναός τοῦ Ἁγίου Νικολάου στή Βιστονίδα, ἀπέχει πάνω ἀπό τριάντα χιλιόμετρα ἀπό τήν πόλη καί βέβαια δέν εἶναι ὁρατό ἀπό τήν πόλη. Θά πρέπει ἴσως νά ὑποθέσουμε ὅτι ὁ ναός τοῦ Ἁγίου Νικολάου μᾶλλον θεωρήθηκε ὡς "σταυρᾶτο" τῆς Ξάνθης σέ κάποια μεταγενέστερη τῆς βυζαντινῆς ἐποχή, ὅταν ἐνδεχομένως τό τέταρτο μοναστήρι "σταυρᾶτο" τῆς Ξάνθης ἔπαψε νά ὑπάρχει στή συλλογική μνήμη. Πρέπει λοιπόν νά ἀναζητήσουμε κάποιο ἄλλο μοναστήρι στήν ἄμεση περιφέρεια τῆς πόλης τό ὁποῖο θά πρέπει νά ὑπῆρχε ἐκεῖ κατά τή βυζαντινή ἐποχή. Πράγματι, σύμφωνα μέ πρόσφατες ἔρευνες, ὑπάρχουν ἀναφορές στίς πηγές γιά τή μονή τοῦ Ἁγίου Γεωργίου[iv], σέ σημεῖο μᾶλλον τό ὁποῖο βρίσκεται νότια τῆς πόλης καί ἐκτός τῶν ὁρίων τῆς Ξάνθειας καί πού σήμερα ὑπάρχει ἡ ὁμώνυμη ἐκκλησία τοῦ 19ου αἰώνα. Τό σημεῖο αὐτό εἶναι κατάλληλο γιά τή χάραξη νοεροῦ σταυροῦ μαζί μέ τά τρία ὑπόλοιπα μοναστήρια.
Ὁ τρόπος λοιπόν μέ τόν ὁποῖο ἐπιλέχθηκαν οἱ τοποθεσίες τῆς ἀνέγερσης τῶν μοναστηριῶν τῆς Ξάνθης, ὥστε νά ὁρίζουν τά τέσσερα ἄκρα ἑνός σταυροῦ, δέν ἐξηγεῖται μόνον ὡς τοπική παράδοση, ἀλλά κρύβει κάτι γενικότερο, τό ὁποῖο ἀποκαλύπτει τό μακραίωνο παρελθόν τῆς πόλης καί μᾶς συνδέει μέ τή βυζαντινή Ξάνθεια. Πρόκειται γιά βυζαντινό μυστικό συμβολισμό καί γιά πολεοδομική ἀντίληψη, ἡ ὁποία ὄχι μόνο χαρακτηρίζει τίς βυζαντινές πόλεις, ἀλλά καί τά χωριά καί τούς οἰκισμούς τῆς πατρίδας μας κατά τή βυζαντινή καί τή νεώτερη ἐποχή.  
Σύμφωνα μέ τήν ἀνάλυση τῆς λαογράφου Ἄλκης Κυριακίδου-Νέστορος (Σημάδια τοῦ τόπου ἤ ἡ λογική τοῦ ἑλληνικοῦ τοπίου, στό Λαογραφικά Μελετήματα, Ὀλκός, Ἀθήνα 1975) ἡ ὀργάνωση τοῦ χώρου στούς βυζαντινούς οἰκισμούς διακρίνεται ἀπό τήν καθαγίασή του. Ὁ χῶρος καθαγιάζεται μέ τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ σέ πέτρες, σέ δένδρα, σέ προσκυνητάρια καί εἰκονοστάσια, σέ ἐξωκκλήσια, σέ ἐκκλησίες καί παρεκκλήσια, σέ μοναστήρια ἤ μέ τήν περιάροση ἤ τήν περιφορά ἱερῶν ἀντικειμένων σέ λιτανεία. Τά ἱερά ὁρόσημα, τά "σταυρᾶτα" βρίσκονται ἔτσι σέ διάταξη κυκλοτερή, σέ ὀπτική ἐπαφή μέ τόν οἰκισμό, τόν ὁποῖο περιβάλλουν καί προστατεύουν.
Ἡ προστασία ἀπό τόν Σταυρό ἐκτείνεται σέ μεγάλο φάσμα ἐκδηλώσεων. Ἀναφέρουμε γιά παράδειγμα τήν προστασία ἀπό τόν Σταυρό στά κατώφλια καί στά ὑπέρθυρα τῶν κατοικιῶν μέ τόν καπνό τοῦ λευκοῦ κεριοῦ τῆς Ἀνάστασης, ὅπως καί τό "σταύρωμα" τῆς σκαλωσιᾶς τῆς ἀνεγειρόμενης οἰκοδομῆς. Ὁ ἴδιος ὁ σχεδιασμός τοῦ πολεοδομικοῦ ἱστοῦ συνδέεται συμβολικά μέ τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, ἐνῶ ἡ εὐρύτερη περιφέρεια τοῦ οἰκισμοῦ περιβάλλεται ἀπό ἱερή προστασία.
Ἡ καθαγίαση καί ἡ ἱεροποίηση τοῦ χώρου πραγματοποιοῦνται ἀπό τήν ἀπώτερη ἀρχαιότητα μέ τή συμβολική ὀργάνωση τῶν κτηρίων καί τή διαχείριση τοῦ τοπίου, μέ τρόπο πού καθιστᾶ τόν οἰκισμό κοσμολογικό κέντρο. Ὁ χῶρος ὀργανώνεται ἀπό ἕνα σύστημα συμβολισμῶν καί ἀποκτᾶ μιά σύνθετη σημειολογία. Ἡ κατοχύρωση καί ἐπιβεβαίωση τῶν ὁρίων τοῦ οἰκισμοῦ καθορίζει καί τήν ταυτότητά του. Ὁ καθαγιασμένος χῶρος ἀποτελεῖ ἕνα καταφύγιο μέσα στό χάος τοῦ βέβηλου χώρου καί ἐπιτρέπει τή σύνδεση μέ τό θεῖο. Δημιουργεῖται μία ἀντίθεση: ὁ χῶρος διαιρεῖται σέ χῶρο ἱερό καί σέ χῶρο δαιμονικό. Ὁ χῶρος τοῦ οἰκισμοῦ χαρακτηρίζεται πλέον ἀπό τίς διαβαθμίσεις τοῦ ἱεροῦ. Οἱ οἰκισμοί γίνονται κέντρα καί πηγές οἰκείωσης, ἀφοῦ συνδέονται μέ πραγματικότητες ἰδεατές ἤ ὑπερβατικές. Τό τοπίο ἀποκτᾶ συμβολικές διαστάσεις καί ἀναβαθμίσεις. Τό τοπίο ἀναδεικνύεται σέ μεταφυσικό στοιχεῖο, καθοριστικό γιά τήν ὕπαρξη τοῦ οἰκισμοῦ, πού συνδέει τόν αἰσθητό κόσμο μέ τό ἐπέκεινα. Τό τοπίο γίνεται οὐσιῶδες στοιχεῖο πολιτισμικῆς ταυτότητας. Τοπίο καί τόπος ὁλοκληρώνονται αἰσθητικά καί σημειολογικά μέ τή σημασία καί μέσω τῆς θέασης. Θέαση εἶναι ἡ ἰδιαίτερη ἐκείνη μεταφυσική στάση πού χαρακτηρίζει τούς  Ἕλληνες καί πού τονίζει τή γνωσιολογική σπουδαιότητα τῆς ὀπτικῆς ἐμπειρίας καί τῆς ὀπτικῆς ἀντίληψης. Χαρακτηριστικός εἶναι ὁ πλατωνικός μῦθος τοῦ σπηλαίου, σύμφωνα μέ τόν ὁποῖο ἡ πλήρης γνώση τοῦ κόσμου τῶν ἰδεῶν γίνεται μέ τό βλέμμα.
Ὅσον ἀφορᾶ τή λογική τοῦ ἑλληνικοῦ τοπίου, θά ἀναφέρουμε μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα, ὅπως τήν ὀργάνωση τοῦ τοπίου καί τήν κτηριολογική διάταξη τῆς ἀρχαίας Ἀθήνας˙ τήν ὀργάνωση τοῦ τοπίου τοῦ ἱεροῦ τῆς ἀρχαίας Περαχώρας τῆς Μεγαρίδας˙ τήν πολεοδομική διάταξη τῆς ἀρχαίας Ρώμης καί τῆς Κωνσταντινούπολης, ὅπως τήν ὁραματίστηκε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος˙ τόν ρόλο τοῦ τοπίου στό ἀρχαῖο θέατρο καί τόν ρόλο τοῦ τοπίου στό μοναστικό περιβάλλον.
 Ἡ καθαγίαση καί ὁ μυστικός συμβολισμός δέν περιορίζονται στήν ἄμεση περιφέρεια τοῦ οἰκισμοῦ, ἀλλά ἐπεκτείνονται καί στόν ἴδιο τόν οἰκισμό μέ τήν ὀργάνωση τοῦ πολεοδομικοῦ ἱστοῦ μέ βάση συμβολική μυστική μορφή. Στή συμβολική καθαγίαση τοῦ πολεοδομικοῦ ἱστοῦ πρωτεύοντα ρόλο παίζει ἡ χωροθέτηση τῶν ἱερῶν χώρων καί ὁ κοσμολογικός χαρακτηρισμός τῶν κατευθύνσεων τῶν δρόμων.
Ἔτσι ἡ φύση, περιβάλλον καί ἄνθρωπος θεωροῦνται ὡς ἑνότητα καί καθαγιάζονται. Δέν ὑπάρχει ἡ κυρίαρχη στή Δύση διάσταση πραγματικοῦ καί ὑπερβατικοῦ κόσμου.  





[i] Σέ ὅλα τά πολιτισμικά περιβάλλοντα καί τίς ἱστορικές κοινωνίες οἱ οἰκισμοί, ἀλλά καί τά μεμονομένα κτήρια, ἐντάσσονται σέ ἕνα πλούσιο συμβολικό σύστημα. Κέντρο καί πηγή τοῦ συστήματος αὐτοῦ ἀποτελοῦν οἱ θρησκευτικές ἀντιλήψεις. Πρόκειται γιά τόν ἱερό χῶρο καί γιά τή συμβολική μικρογραφία τοῦ σύμπαντος, ὅπου ἐξορκίζεται τό δαιμονικό καί τό κακό καί ἐξασφαλίζεται ἱερή προστασία.
 Ὁ Δυτικός πολιτισμός ἀρνεῖται μετά τήν Ἀναγέννηση τή συστηματική συμβολική αὐτή ὀργάνωση τοῦ χώρου μέ μία συνεχή διαδικασία ἀποϊεροποίησής του. Ἀποκορύφωση τῆς διαδικασίας αὐτῆς ἀποτελεῖ ἡ καταστροφή τῆς σημασίας τοῦ τόπου καί ἡ δημιουργία ἑνός χώρου ὅπου εἶναι ἀδύνατη ἡ οἰκείωση.

[ii] Ἡ παλαιότερη γραπτή ἀναφορά ἔχει γίνει στό λεύκωμα τῆς Φ. Ε. Ξ. τό 1958. Οἱ προφορικές ἀναφορές μαρτυροῦνται ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰώνα καί εἶναι πολλές. Πρόκειται γιά ζωντανή λαϊκή παράδοση πού διασχίζει τούς αιώνες και φτάνεις στις μέρες μας.

[iii] Πρόκειται γιά συναισθηματική ἰδεατή καί ὄχι ἀντικειμενική γεωμετρία, ἀφοῦ τά σκέλη τοῦ νοεροῦ σταυροῦ δέν τέμνονται ἀπόλυτα κάθετα ἄν χαράξουμε τόν νοερό σταυρό στόν χάρτη. Ἐκεῖνο ὅμως πού σημειολογικά ἔχει σημασία εἶναι τό τί φαίνεται καί τό τί βλέπουμε.

[iv] Άναφέρεται στίς ἐρευνητικές ἐργασίες τοῦ Φωκίονα Κοτζαγεώργη καί τοῦ Γιώργου Τσιγάρα. 








Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2011

Ξάνθεια: Βυζαντινός μυστικός πολεοδομικός σχεδιασμός


Ὄψη τῆς ὁδοῦ Ὑδραγωγείου.

Ἡ ἀρχή τῆς ὁδοῦ Σοφο­κλέους λίγο μετά τήν παλαιά γέφυρα τό 1898. Ὁ δρόμος συνε­χίζει πρός τίς ὁδούς Ὀρφέως καί Ἀριστείδου. Σέ ἀμφότερες ὑπῆρχε ἐμπορική δραστηριότητα, ὅπως φαίνεται καί ἀπό τό μικρό κατά­στημα στό δεξιό τμῆμα τῆς φωτο­γραφίας. Τά εἰκονιζόμενα νερά κινοῦσαν τόν πλησίον εὑρισκόμενο ὑδρόμυλο, πού λειτουργοῦσε μέχρι πρόσφατα.

Τμῆμα τῆς ὁδοῦ Ὀρφέως στή συμβολή της μέ τήν ὁδό Παλαιολόγου, λίγο πρίν τήν πλατεῖα Ἀντίκα, ὅπου καί πύλη τῆς βυζαντινῆς Ξάνθειας.  Εἰκάζουμε ὅτι ἡ ὁδός Ὀρφέως διασώζει τό ἴχνος τῆς βυζαντινῆς Μέσης ὁδοῦ. Εἰκονίζονται τά παλαιά καταστήματα, ὅπως καί ἡ καμπυλότητα καί οἱ διασταυ­ρώσεις τοῦ δρόμου, πού φράζουν τήν ὁρατότητα στό μῆκος τοῦ δρόμου. 

Κατά τούς μακρούς αἰῶνες τοῦ Βυζαντίου καί τῆς Τουρκοκρατίας, καί μέχρι τή δεύτερη δεκαετία τοῦ 20οῦ αἰώνα, μία ἀπό τίς κύριες εἰσόδους τῆς πόλης βρισκόταν παρά τόν ποταμό Κόσσινθο ἀπέναντι στή συνοικία Σαμακώβ. Ἀπό ἐκεῖ ἕνας κύριος δρόμος διασχίζει τήν πόλη ἀπό τήν Ἀνατολή πρός τή Δύση μέχρι τήν πλατεῖα Ἀντίκα, ὅπου καί ὑπῆρχε πιθανόν μία δεύτερη πύλη τῆς βυζαντινῆς Ξάνθειας,. Μποροῦμε νά ταυτίσουμε ἕνα τέτοιο δρόμο μέ τή σημερινή ὁδό Ὀρφέως ἤ μέ τήν ὁδό Ἀριστείδου. Ὑποστηρίζουμε ὅτι πρόκειται γιά τή ρωμαιοβυζαντινή "Μέση" ὁδό[i], τόν κύριο δρόμο τῶν βυζαντινῶν οἰκισμῶν, ἐξέλιξη τῆς ρωμαϊκῆς κοσμολογικῆς πολεοδομικῆς ἀντίληψης, δρόμο ὁ ὁποῖος κατά κανόνα ξεκινᾶ ἀπό τήν Ἀνατολή καί καταλήγει στή Δύση.
Στούς βυζαντινούς οἰκισμούς ἡ Μέση ὁδός μαζί μέ ἕνα κάθετο δρόμο ἀπό τό Νότο πρός τόν Βορρά σχηματίζουν σταυρό. Στό σημεῖο τῆς τομῆς τῶν δύο δρόμων ὑπάρχει κατά κανόνα κάποια πλατεῖα μέ κέντρο ἐκκλησία, ὅπου καί ὁ ὀμφαλός τῆς πόλης. Ὁ ὀμφαλός, μέ πόλο τό σταυρό τῆς ἐκκλησίας, προεκτείνει μυστικῶς ἕνα κατακόρυφο νοητό ἄξονα πάνω πρός τόν οὐρανό, πρός τήν οὐράνια Ἰερουσαλήμ καί κάτω πρός τό Ναδίρ. Δημιουργεῖται ἕνα κοσμόγραμμα πού χωροθετεῖ τόν οἰκισμό στό κέντρο τοῦ σύμπαντος.  Ἕνα κοσμολογικό σταυρικό σύμβολο σέ τρεῖς διαστάσεις σχηματίζεται πού περιλαμβάνει τό χωρικό καί τό οὐράνιο σύμπαν.  Ἕνα σύμπαν πού δέν εἶναι μόνο φυσικό. Μέ ἄλλα λόγια, πρόκειται γιά τυπικό ρωμαϊκό κοσμολογικό συμβολισμό[ii], πού στό Βυζάντιο ἐξελίσσεται σέ μυστικό συμβολισμό. Συμβολική πολεοδομική συγκρότηση, ἡ ὁποία χαρακτηρίζει τίς βυζαντινές πόλεις καί εἶναι γνωστή ἀπό τίς μεγαλειώδεις συλλήψεις τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου κατά τόν σχεδιασμό τῆς Νέας Ρώμης-Κωνσταντινούπολης. Ἔχουμε ἐδῶ, μία μυθική-συμβολική καί ὄχι ἀντικειμενική-ἐπιστημονική γεωγραφία. Ὁ βυζαντινός ἄνθρωπος ζητᾶ νά συνδέσει τόν κοσμικό χῶρο μέ τό οὐράνιο ἐπέκεινα καί νά ἐκφράσει συμβολικῶς καί μυστικῶς τή βυζαντινή κοσμοαντίληψη. Ὁ χῶρος καθαγιάζεται καί ἱεροποιεῖται.
Ἀνάλογο πολεοδομικό συμβολικό-μυστικό σχεδιασμό συναντᾶμε σέ πολλές πόλεις τῆς βυζαντινῆς ἐποχῆς, ὅπως π. χ. στή Θεσσαλονίκη, τό Μέτσοβο, τή Νάουσα, τή Νίκαια τῆς Βιθυνίας, τήν Ἀδριανούπολη, τήν κάτω πόλη τῆς Μονεμβασίας, τόν Μυστρά καί τή Ραιδεστό. Ὅπως καί σέ χωριά τοῦ ἑλληνικοῦ χώρου μέχρι τελείως πρόσφατα.  
Βέβαια, στήν Ξάνθη ἡ ταύτιση τῆς ὁδοῦ Ὀρφέως μέ μία βυζαντινή Μέση ὁδό εἶναι μᾶλλον παρακινδυνευμένη, οὔτε εἶναι ἐμφανής, τουλάχιστον σήμερα, ἡ ὕπαρξη ὁδοῦ, ἀπό Βορρά πρός Νότο καί οὔτε φαίνεται ὅτι ὁ ναός τοῦ Προδρόμου, παρά τήν παλαιότητά του, ἔπαιζε τόν ρόλο ὀμφαλοῦ. Ὡστόσο, ἡ ὑπόθεσή μας θά μποροῦσε ἴσως νά ὁδηγήσει σέ ἐνδιαφέροντα συμπεράσματα μετά ἀπό ἔρευνα.
Ἡ συμβολική καί μυθική αὐτή γεωγραφία δέν περιορίζεται μόνο στούς βυζαντινούς οἰκισμούς, ἀλλά ἐπεκτείνεται, ὅπως ἀναλύσαμε, καί στήν εὐρύτερη περιφέρειά τους μέ τήν καθαγίασή της. Πρόκειται γιά τήν ἱεροποίηση τοῦ χώρου καί τόν ἐμπλουτισμό του μέ σύμβολα, στοιχεῖα χαρακτηριστικά τῆς βυζαντινῆς ἰδιομορφίας καί στοιχεῖα τά ὁποῖα οἱ σημερινές ἀντιλήψεις θεωροῦν – ἤ, μᾶλλον, θεωροῦσαν – ξεπερασμένα.
Πρόκειται γιά ἐκδηλώσεις συμβολικῆς σκέψης, ὅπως χαρακτηρίζεται ὁ τρόπος σκέψης καί οἱ νοοτροπίες τῶν προβιομηχανικῶν κοινωνιῶν καί πολιτισμῶν σέ ἀντίθεση μέ τήν ὀρθολογική σκέψη, ἡ ὁποία κυριαρχεῖ στόν σύγχρονο κόσμο[iii].



[i] Ὑποστηρίζουμε ὅτι τά ἴχνη τῶν κύριων δρόμων τῆς Ξάνθειας διατηροῦνται μέσα στούς αἰῶνες, παρά τίς ἀλλεπάλληλες ἀνοικοδομήσεις. Τά σπίτια καί τά κτήρια μπορεῖ νά κτίζονται καί να ξανακτίζονται, ἀλλά πρακτικές καί διοικητικές ἀνάγκες κρατοῦν τούς κύριους δρόμους ἀμετάβλητους.


[ii] Ἐξέλιξη τῆς ἱπποδάμειας ἀντίληψης πού βασιζόταν σέ ἕνα κεντρικό ὁδικό σύστημα σέ σχῆμα σταυροῦ προσανατολισμένο πρός τά τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα. Οἱ δύο κύριοι ὁδικοί ἄξονες ἀποτελοῦσαν προβολή τῶν κύριων οὐράνιων γραμμῶν, δηλαδή τῆς τροχιᾶς τοῦ ἥλιου καί τῆς σταθερῆς κατεύθυνσης πρός τόν πολικό ἀστέρα.


[iii] Ὁπωσδήποτε δέν θά πρέπει νά δώσουμε στόν χαρακτηρισμό συμβολική σκέψη ἀπαξιωτικό χαρακτῆρα, ἀλλά θά πρέπει νά κατανοήσουμε ὅτι πρόκειται γιά διαφορετικό τρόπο σκέψης ἀπό αὐτόν πού εἴμαστε συνηθισμένοι σήμερα καί τόν ὁποῖο θεωροῦμε ἀπόλυτα ὀρθό καί ἀπόλυτα σύγχρονο.





Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2011

Τουρκοκρατία

Τό τέμενος Ἀχριάν στό κέντρο τῆς ὁμώνυμης μουσουλμανικῆς συνοικίας στό βόρειο τμῆμα τῆς Ξάνθης. (Φωτογραφία τοῦ 1936).

Ἰσλαμικό διακοσμη­τικό σχέδιο σέ μάρμαρο σέ δεύτερη χρήση στήν εἴσοδο κατοικίας τῆς ὁδοῦ Ἀριστείδου (16ος αἰώνας).

Μικρό νεκροταφεῖο στόν περίβολο τοῦ τεμένους Ἀχριάν. Οἱ παλιότεροι τάφοι χρονολογοῦνται στόν 16ο αἰῶνα.


’Ἡ εἴσοδος καί τό κομψό μιχράμπ τοῦ τεμένους Κατσαμπᾶ ἤ Τσαρσί τῆς Γενισέας (16ος αἰῶνας). Ὡς οἰκο­δομικό ὑλικό ἔχει χρησιμο­ποιηθεῖ ἡ ροδίζουσα πέτρα τῶν λατομίων τῆς Μάνδρας τῶν Ἀβδήρων.

Τό κομψό ταφικό μνημεῖο τοῦ Κιουτουκλοῦ Μπαμπᾶ στήν πεδιάδα τῆς Ξάνθης παρά τό χωριό Σέλινο στά ὅρια τῶν νομῶν Ξάνθης καί Ροδόπης. Ἡ ἀνέγερσή του ἀνάγεται πιθανόν στόν 16ο αἰῶνα. Εἶναι κτισμένο μέ τή ροδίζουσα πέτρα τῆς Μάνδρας τῶν Ἀβδήρων. Ἡ τοιχοποιία εἶναι ἐξαιρετική καί παραπέμπει σέ μαστόρους πού ἐργάσθηκαν στά μεγάλα ἰσλαμικά κέντρα. Τό μνημεῖο φέρει τά ἴχνη διπλῆς λατρείας.  (Φωτογραφία τοῦ 2007).



Τυπική εἴσοδος αὐλῆς καί μονώροφης κατοικίας στή συνοι­κία Ἀσᾶ. Εἶναι χαρακτηριστική ἡ ἐσωστρέφεια τῆς κατασκευῆς πού δηλώνει ἰσλαμικό περιβάλλον.  (Φωτογραφία τοῦ 1978).






Οἱ ὀθωμανοί Τοῦρκοι κατακτητές ἱδρύουν στήν πεδιάδα τῆς Ξάνθης μία νέα πόλη, τή Γενισέα Καρασοῦ, τήν ὁποία ἐποικοῦν ὥστε νά δημιουργηθεῖ ἕνα διοικητικό, θρησκευτικό καί οἰκονομικό κέντρο. Τεμένη ἀνεγείρονται καί ἡ γύρω περιοχή ἐκτουρκίζεται. Στήν πεδιάδα πέριξ τῆς Γενισέας εἰσάγεται ἡ καλλιέργεια τοῦ ρυζιοῦ, προϊόντος ἀγαπητοῦ στούς μουσουλμάνους πού ἀπαιτεῖ εὔφορη γῆ καί ἐργατικά χέρια. Ὡστόσο, ἡ πόλη τῆς Ξάνθης παραμένει ὡς ὁ πολυπληθέστερος οἰκισμός τῆς περιοχῆς καί συνεχίζει νά κατοικεῖται κυρίως ἀπό χριστιανούς. Στίς κεντρικές χριστιανικές συνοικίες τῆς Ξάνθης σήμερα ἐλάχιστα εἶναι τά ἴχνη μουσουλμανικῶν ἐγκαταστάσεων, ἐνῶ ὑπάρχουν ἐνδείξεις παρουσίας τῶν χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν στίς
σημερινές θέσεις τουλάχιστον ἀπό τόν 16ο αἰῶνα.
Μέ τήν ἐγκατάσταση τῶν Τούρκων καί τήν παγίωση ἑνός σταθεροῦ πολιτικοῦ περιβάλλοντος τά τείχη καί οἱ ὀχυρώσεις χάνουν τή σημασία τους καί ὁ οἰκισμένος χῶρος τῆς πόλης ἐπεκτείνεται ἔξω ἀπό τόν ὀχυρωμένο περίβολο, ἀφοῦ μάλιστα παρατηρεῖται καί κάποια δημογραφική βελτίωση.
Οἱ λίγοι μουσουλμάνοι τῆς Ξάνθης ἐγκαθίστανται στήν πόλη περιφερειακά. Ἡ περιφερειακή ἐγκατάσταση τῆς μουσουλμανικῆς μειοψηφίας στήν πόλη φαίνεται στίς συνοικίες καί τά τεμένη πού ὑφίστανται μέχρι σήμερα (μαχαλᾶδες Ἀχριάν, Ἀσᾶ, Σοῦννε). Ἡ πόλη ἀποκτᾶ ἕνα διφυή χαρακτῆρα καί γραφικοί μιναρέδες τήν περιβάλλουν κάτω ἀπό τά τρία μοναστήρια. Σύμφωνα μέ τά ὀθωμανικά φορολογικά στοιχεῖα ἡ παρουσία, τῶν χριστιανῶν στήν πόλη τῆς Ξάνθης εἶναι ἀριθμητικά κυρίαρχη, συνεχής καί ἀδιάσπαστη. Τό ἰσλαμικό κοινωνικό, διοικητικό καί θρησκευτικό κέντρο (κουλλιγιέ), τό ὁποῖο δημιουργεῖται μετά τήν πυρκαγιά καί παρακμή τῆς Γενισέας τό 1860 καί τή συνακόλουθη ἄνοδο τῆς Ξάνθης ὡς διοικητικοῦ κέντρου, βρίσκεται στήν ἔξω περιφέρεια τῆς Πόλης (πέριξ τῆς σημερινῆς Κεντρικῆς Πλατείας), ὅπου καί τό ἰσλαμικό νεκροταφεῖο, πάντα εὑρισκόμενο στίς ἄκρες τῶν ὀθωμανικῶν πόλεων. Ὁ διφυής χαρακτῆρας τῆς πόλης πιστοποιεῖται γιά μία ἀκόμη φορά μέ τό νέο ἰσλαμικό διοικητικό κέντρο καί τήν ταυτόχρονη συγκέντρωση τῶν χριστιανῶν γύρω ἀπό τό θρησκευτικό καί ἐκπαιδευτικό τους πόλο στή σημερινή Πλατεῖα Μητροπόλεως.
Τί εἶναι αὐτό πού κρατᾶ τήν κωμόπολη τότε τῆς Ξάνθης στά χέρια τῶν Ρωμηῶν; Μία ἐξήγηση μπορεῖ νά εἶναι, τό ὅτι τά ὑπολείμματα τῶν χριστιανικῶν πληθυσμῶν ἀναγκάζονται νά καταφύγουν σέ περιοχές πού δέν κινοῦν τό ἐνδιαφέρον τῶν νεοφερμένων ξένων καί τῶν ἐξωμοτῶν. Τέτοια περιοχή μπορεῖ νά εἶναι ἡ Ξάνθη ὡς μία φτωχή πολίχνη, ἁπλός συγκοινωνιακός κόμβος, μετά τήν ἀνάπτυξη τῆς Γενισέας. Ἀλλά καί ἡ παρακμή τοῦ Περιθεωρίου μπορεῖ νά συνέβαλε σ’ αὐτό, ὅπως φαίνεται ἀπό τήν ἕνωση τῶν δύο μητροπόλεων Ξάνθης καί Περιθεωρίου, μέ ἕδρα τήν Ξάνθεια.
Μιά δεύτερη ἐξήγηση, τοῦ γιατί ἡ Ξάνθη παραμένει κατά τήν Τουρκοκρατία στά χέρια τῶν Ρωμηῶν, μπορεῖ ἐπίσης νά εἶναι ἡ ἐπιβίωση μιᾶς χριστιανικῆς, ἐμπορευματικῆς, μεταπρατικῆς καί βιοτεχνικῆς τάξης, τήν ὁποία οἱ κυρίαρχοι δέν μποροῦν νά ἀναπληρώσουν˙ τή χρειάζονται καί τῆς ἐπιτρέπουν ἐμπορικές καί οἰκονομικές δραστηριότητες πού τούς εἶναι ἀπαραίτητες.
Ὅσο δύσκολο εἶναι νά ἐξηγηθεῖ τό γεγονός τῆς κυρίαρχης παρουσίας τῶν Ρωμηῶν στήν Ξάνθη κατά τήν Τουρκοκρατία, τόσο ἀσυνήθιστο φαίνεται, ἄν συγκρίνουμε τήν κατάσταση αὐτή μέ τή μοίρα ἄλλων πόλεων κατά τήν Τουρκοκρατία, ὅπως τῆς γειτονικῆς Καβάλας (Χριστούπολις), τῆς Θεσσαλονίκης, τῆς Ἀδριανούπολης, ἀλλά καί τῆς Κωνσταντινούπολης, στίς ὁποῖες ἡ κυριαρχία τῶν Ὀθωμανῶν Τούρκων εἶναι ἀπόλυτη καί καταθλιπτική, ἐνῶ τά κέντρα τῶν πόλεων αὐτῶν καί οἱ δημόσιοι χῶροι ἀποκτοῦν ἕνα ἰσλαμικό χαρακτήρα.
Κάτι ἀνάλογο μέ αὐτό πού συνέβη στήν Ξάνθη, παρατηρεῖται καί στή Ραιδεστό, στό ἐμπορικό λιμάνι τῆς Προποντίδας, ὅπου ἡ κυρίαρχη παρουσία τῶν Ρωμηῶν εἶναι ἐμφανής καί ὅπου ἡ πόλη δέν περνᾶ μεγάλη περίοδο κατάπτωσης καί παρακμῆς. 

Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2011

Ἡ ἀναγέννηση τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί ὁ Νέος Ἑλληνισμός

Νεο­κλασσικό ὕφος μέ διακοσμητικά ἀκροκέραμα καί ρόδακες στό καμπαναριό τῆς ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Ὄψιμη ἔκφραση τοῦ νεοκλασσικισμοῦ τοῦ Νέου Ἑλληνικοῦ Κράτους, ὁ ὁποῖος υἱοθετεῖται ὡς ἀρχιτεκτονικό καί διακοσμητικό ὕφος ἀπό τήν Ἀνατολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. (Φωτογραφία τοῦ 2006).

Χαρακτηριστικό στοιχεῖο τῆς Ἀναγέννησης τοῦ Ἑλληνισμοῦ κατά τόν 18ο αἰῶνα εἶναι ἡ ἀκμή τῆς λαϊκῆς τέχνης. Πρόκειται γιά αὐθόρμητη ἔκφραση πού ἐμ­πνέ­εται καί υἱοθετεῖ στοιχεῖα ἀπό ἕναν εὐρύτατο χῶρο, ἐνῶ συνεχίζει παραδόσεις αἰώνων.  Ἰδιαίτερος καί ἐνδιαφέρον κλᾶδος τῆς λαϊκῆς τέχνης ἦταν ἡ ἀργυ­ρο­χοΐα πού ἄκμασε καί στή Θράκη. Στήν εἰκόνα ἡ χαρακτηριστική "κορώνα", ἡ ζώνη τῆς φορεσιᾶς τοῦ Σουφλίου πού ὀνομάσθηκε ἔτσι ἀπό τό σχῆμα κορώνας πού θυμίζει ἡ πόρπη. Ἀποτελοῦσε δῶρο τοῦ γαμπροῦ πρός τή νύφη καί κα­τά κανόνα εἰκόνιζε στό ἄνω τμῆ­μα της δύο ζευγαρωμένα πουλιά ἤ τόν δικέφαλο ἀετό. Κατασκευα­ζόταν ἀπό τούς χρυσικούς τοῦ Σουφλίου ἀπό χαλκό μέ σμάλτο στά βαθου­λώματά της, σύμφωνα μέ τήν ἀνά­λογη πρακτική τῶν βυζαντινῶν ἀργυροχόων.

Ἀσημένια ἐπιχρυ­σω­μένη πόρπη κατασκευασμένη στήν  Ἤπειρο. Διακοσμητικό θέμα εἶναι ὁ δικἐφαλος ἀετός, σύμβολο τῆς συνέχειας τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας καί ὑπόσχεση ἀναγέννησης, ἀλλά καί ὑπενθὐμιση τῆς βυζαντινῆς μας καταγωγῆς. (Δεύτερο μισό τοῦ 19ου αἰώνα).

 
Οἱ ἀπαρχές τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ τοποθετοῦνται τόν 13ο αἰῶνα στούς χώρους τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας σέ ἐξορία στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας. Ἡ κατάκτηση καί ὁ διαμοιρασμός τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας εἶναι ἡ κρίση πού συγκλονίζει τούς διανοούμενους τῆς Νίκαιας. Τό ζήτημα τῆς ταυτότητας καί ἡ πολιτιστική ἰδιαιτερότητα τίθενται μέ ἐνάργεια: οἱ βυζαντινοί εἶναι πλέον ἀναγκασμένοι νά ξεκαθαρίσουν τή σχέση τους μέ τόν Ἑλληνισμό. Ἡ ἐποχή ἐκείνη εἶναι μία περίοδος δοκιμασίας κατά τήν ὁποία ἡ Βυζαντινή Αὐτοκρατορία, μεγάλη χριστιανική δύναμη τῆς Ἀνατολῆς, βρίσκεται ὑπό συνεχῆ πίεση ἀπό Δύση καί Ἀνατολή καί σέ μόνιμο ἀγῶνα γιά τήν ὕπαρξή της. Ἡ δεύτερη Βυζαντινή Ἀναγέννηση δέν θά μπορέσει νά ὁλοκληρωθεῖ. Οἱ Τοῦρκοι, νέος καί πολεμικός λαός, πού ξεκίνησε ἀπό τή στέππα σέ μία κατακτητική πορεία πρός τή Δύση, ἐγκαθίστανται στήν καρδιά τῆς Αὐτοκρατορίας καί τήν καταλύουν.
Τούς πρώτους τρομερούς αἰῶνες μετά τήν τουρκική κατάκτηση ἀκολούθησε ἡ ἀνασύνταξη τῶν ἑλληνικῶν πληθυσμῶν. Τόν 17ο αἰῶνα ἐμφανίζονται συνθῆκες οἱ ὁποῖες ἐπιτρέπουν τήν ἀνάπτυξη τοῦ ἑλληνικοῦ ἐμπορίου, τῆς μεταποίησης στίς κοινότητες καί τῆς ἑλληνικῆς ἐμπορικῆς ναυτιλίας. Ἡ κατακτητική ὁρμή τῶν Τούρκων ἔχει φθάσει στά ὁριά της. Ἡ πανίσχυρη Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία ἀναγκάζεται νά χαλαρώσει τήν ἐξοντωτική πολιτική της πρός τούς χριστιανούς ὑπόδουλους, ἀφοῦ κατανοεῖ ὅτι ἡ συνεργασία τους εἶναι ἀπαραίτητη. Τόν 18ο αἰῶνα οἱ ρωμαίικες κοινότητες τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας ἀκμάζουν καί δημιουργοῦν τήν πραγματικότητα πού ὀνομάζουμε καθ ἡμᾶς Ἀνατολή. Εἶναι μία πραγματικότητα, στήν ὁποία οἱ Ρωμηοί διαθέτουν οἰκονομική δύναμη δυσανάλογη πρός τούς ἀριθμούς τους καί στήν ὁποία γίνονται οἰκονομικά καί πολιτιστικά κυρίαρχοι, παρά τό ὅτι εἶναι πολιτικά ὑποταγμένοι. Ὁ 19ος αἰῶνας ἀποτελεῖ μία ἐποχή μεγάλης ἀνόδου καί ἀκμῆς τῆς Θράκης εἰδικότερα καί τοῦ Ἑλληνισμοῦ γενικότερα. Τήν ἴδια ἐποχή οἱ ὀθωμανικές μεταρρυθμίσεις πού ἀποσκοποῦν στόν ἐκσυγχρονισμό τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας ἐπιτρέπουν στίς χριστιανικές κοινότητες πρόσθετα πλεονεκτήματα. Ἀναδύονται καί πάλι οἱ μακραίωνες παραδόσεις τῶν Ἑλλήνων καί προφυλάσσονται οἱ ἰδιαιτερότητές τους, ὥστε οἱ ἴδιοι νά βοηθοῦνται νά κατανοοῦν Δύση καί Ἀνατολή μέ τρόπο πού τούς ἐπιτρέπει νά τίς διαφυλάσσουν. Οἱ  Ἕλληνες τῆς καθ ἡμᾶς Ἀνατολῆς ἐπιτυγχάνουν μορφές ἀστικοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ χωρίς νά χάσουν τά πολιτισμικά χαρακτηριστικά τους. Αὐτά συνεχίζουν νά στηρίζονται στήν Ἀνατολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τόν κοινοτισμό, τήν παιδεία, τό ἐμπόριο καί τήν οἰκονομία. Αὐτό εἶναι ἰδιαιτέρως σημαντικό καί ἐξόχως ἐπίκαιρο, μέ τήν ἔννοια ὅτι καί σήμερα ἀντιμετωπίζουμε καί πάλι, -ὅπως συνεχῶς τό ἀντιμετωπίζουμε-, τό πρόβλημα τοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ καί τῆς προσαρμογῆς στόν σύγχρονο κόσμο. Αὐτό εἶναι ἕνα πρόβλημα ὄχι μόνο οἰκονομικῆς, κοινωνικῆς καί πολιτικῆς μορφῆς, ἀλλά, κυρίως, ἕνα πρόβλημα πολιτισμικῆς τάξης.
Ἡ Θράκη κρατᾶ κεντρική θέση στήν πραγματικότητα πού δημιουργήθηκε καί πού ὀνομάσαμε καθἡμᾶς Ἀνατολή, ὡς συστατικός χῶρος, κλειδί τῆς πολιτισμικῆς καί οἰκονομικῆς συνέχειας τῶν τριῶν θαλασσῶν, γύρω ἀπό τίς ὁποῖες συγκροτεῖται ὁ ἑλληνικός κόσμος: τοῦ Αἰγαίου, τῆς Προποντίδας καί τοῦ Εὔξεινου Πόντου.
Ἡ Μεγάλη Ἰδέα ἀποτελεῖ τήν ἱστορική προϋπόθεση γιά τή δημιουργία τοῦ Νέου Ἑλληνικοῦ Κράτους, τοῦ ὁποίου συγκροτεῖ καί τήν κεντρική ἰδεολογία: τό Νέο Ἑλληνικό Κράτος δέν εἶναι παρά ἡ ἀρχή τῆς ἀπελευθέρωσης τῶν χριστιανῶν ὑποδούλων καί τῆς ἀνασύστασης τῆς Ρωμανίας μέ κέντρο πάντα τήν Κωνσταντινούπολη. Ἡ Μεγάλη Ἰδέα γεννήθηκε στήν Πύλη τοῦ Ρωμανοῦ τή μοιραία αὐγή τῆς 29ης Μαΐου τοῦ 1453 μαζί μέ τήν ἔνδοξη πτώση τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας. Κάτω ἀπό τόν ἀλυτρωτικό καί οἰκουμενικό χαρακτῆρα της ἡ Μεγάλη Ἰδέα εἶναι ἰδεολογία πολιτισμική. Ἡ Ἑλληνική Ἐπανάσταση ξεσπᾶ ὡς συγκερασμός τοῦ Διαφωτισμοῦ καί τῆς Μεγάλης Ἰδέας. Ὡστόσο, τό ἀποτέλεσμά της στήν πρώτη φάση της δέν ἀντιστοιχεῖ σέ αὐτό πού εἶχε ὁραματισθεῖ ἡ ἰδεολογία. Τό ἀδύναμο καί περιορισμένο ἑλληνικό κράτος εἶναι ἐξαρτημένο πολιτικά καί οἰκονομικά ἀπό τούς Δυτικούς, οἱ ὁποῖοι βοήθησαν τή δημιουργία του, ἀλλά καί σχεδίασαν τά ὅρια καί τή μορφή του μέ τρόπο πού νά ἐξυπηρετεῖ τίς ἐπιδιώξεις τους. Γιά τούς δυτικούς Εὐρωπαίους τό ἑλληνικό κράτος εἶναι ἕνα προγεφύρωμα, ἀλλά καί βασίλειο πρότυπο τοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ καί τοῦ ἐξευρωπαϊσμοῦ στήν Ἀνατολή καί ἀποτελεῖ τήν πραγμάτωση τῆς φαντασιακῆς καί ρομαντικῆς ἀντίληψής τους γιά τήν ἀναβίωση τῆς ἑλληνικῆς ἀρχαιότητας˙ σέ συμφωνία πάντα μέ τήν ἀντίληψη τῆς ἀρχαιότητας πού καθιέρωσαν οἱ εὐρωπαῖοι κλασσικιστές καί ὁ νεοκλασσικισμός. Μέ τήν ἵδρυση τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους ἐπιταχύνεται ἡ πολιτισμική διαδικασία ἡ ὁποία θά ὁδηγήσει στήν ἀντιστροφή τῆς στάσης τῶν ἑλληνικῶν πληθυσμῶν ἀπέναντι στή Δύση: ἀπό τό ἀντιλατινικό φρόνημα τοῦ 13ου καί 14ου αἰώνα, ὅταν οἱ λαϊκές μᾶζες ἀπέρριψαν κάθε ἰδέα συνδιαλλαγῆς μέ τή Δύση, φτάνουμε στήν ἀνάδειξη τῆς Δύσης ὡς πρότυπου καί στόχου μίμησης. Παύει ἔτσι ἡ ρωμαίικη Ἀνατολή νά ἀποτελεῖ πολιτισμική πρόταση ἐναλλακτική πρός τή Δύση.
Οἱ  Ἕλληνες δημιουργοῦν τό ἐθνικό τους κράτος στό ἱστορικό τους κέντρο, τό ὁποῖο ὅμως παρέμεινε περιφερειακή περιοχή γιά πολλούς αἰῶνες. Περιφερειακή περιοχή, γιατί τό κέντρο βάρους τοῦ Ἑλληνισμοῦ μετατίθεται ἀμέσως μετά τήν κλασσική ἐποχή καί τή μεγάλη ἑλληνική ἐξόρμηση πρός τήν Ἀνατολή καί σταθεροποιεῖται γιά δεκαέξι αἰῶνες στήν Κωνσταντινούπολη. Τό κέντρο βάρους τοῦ Ἑλληνισμοῦ μετατίθεται καί πάλι τόν 19ο αἰῶνα πρός τή νότιο Βαλκανική, ἄν καί ἡ Κωνσταντινούπολη συνεχίζει νά ἑνώνει τίς τρεῖς θάλασσες γύρω ἀπό τίς ὁποῖες εἶχε ἀναπτυχθεῖ ἕνας εὐρύς ἑλληνικός κόσμος. Τό Ἑλληνικό Βασίλειο στρέφεται, ὅπως εἴπαμε, πρός τή Δύση.
Ὡστόσο, στήν εὐρύτερη καί μεγάλη Ἀνατολή, ὁ ἀνατολικός Ἑλληνισμός, ὑποταγμένος, ἀλλά μέ πολιτισμική αὐτοτέλεια, κοινωνική συνοχή καί μεγάλη οἰκονομική ἰσχύ, εἶχε ἐπιτύχει μιά ἄλλη μορφή ἐκσυγχρονισμοῦ. Παρά τόν ἀστικό ἐκσυγχρονισμό τους οἱ  Ἕλληνες τῆς Ἀνατολῆς, διαφύλαξαν τή βυζαντινή παράδοση. Θά μπορούσαμε λοιπόν νά ποῦμε ὅτι ὑπάρχει μία διαφορετική ἰδεολογική ἀντίληψη πού διακρίνει τούς ἀνατολικούς  Ἕλληνες ἀπό τούς  Ἕλληνες τοῦ ἐλεύθερου ἑλληνικοῦ κράτους.