Παρασκευή 8 Απριλίου 2011

Χῶρος καί ἱστορία

Οἱ ἀναφορές τῶν ἀρχαίων πηγῶν γιά τήν Ξάν­θη δέν ἔχουν ἀκόμη πιστοποιηθεῖ μέ ἀνά­λογα εὑρήματα. Κατά τή βυζαντινή ἐποχή, ὅμως, εἶναι βέβαιο ὅτι ἡ πόλη ὑφίστα­ται ὡς περιτειχισμένος οἰκισμός καί ἀποκτᾶ κάποια σπουδαιότητα κατά τά τελευταῖα χρόνια τῆς Αὐτοκρατορίας.
Ἡ πε­ρι­ο­χή τῆς Ξάν­θης δια­τη­ρεῖ τά ἱστο­ρι­κά καί τά ἀν­θρω­πο­λο­γι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της στό πέ­ρα­σμα τῶν αἰώ­νων. Στήν πρός βορ­ρᾶ τῆς Ξάν­θης ὀρει­νή πε­ρι­ο­χή οἱ γη­γε­νεῖς ὀρε­σί­βι­οι Πο­μά­κοι συνε­χί­ζουν σήμερα νά κα­τοι­κοῦν στή γε­νέ­θλια γῆ.  Ἡ ὀρει­νή πε­ρι­ο­χή τῆς Ρο­δό­πης πά­νω ἀπό τήν Ξάν­θη δέν ἔχει ἐγκα­τα­λει­φθεῖ ἀπό τόν πλη­θυ­σμό της, ὅπως ἄλ­λες ὀρει­νές πε­ρι­ο­χές τῆς χώ­ρας. Πρός νό­το τῆς Ξάν­θης, πού εἶ­ναι κτι­σμέ­νη στίς ὑπώ­ρειες τῆς Ρο­δό­πης, ἁπλώ­νε­ται μιά εὔ­φο­ρη πε­διά­δα, ὅπου σή­με­ρα κα­τοι­κοῦν ἐθνο­τι­κές ὁμά­δες γη­γε­νεῖς ἤ με­τα­φερ­μέ­νες ἀπό μα­κριά σέ διά­φο­ρες πε­ρι­ό­δους.  Ἡ πό­λη καί ἡ νό­τια πε­ρι­φέ­ρειά της μοιά­ζουν μέ ἕνα κα­τα­φύ­γιο προ­σφύ­γων, οἱ ὁποῖ­οι ὑπεν­θυ­μί­ζουν μό­νι­μα τό βυ­ζαν­τι­νό πα­ρελ­θόν.  Ἡ ἁρ­μο­νι­κή συμ­βί­ω­ση τῶν ἐθνο­τι­κῶν ὁμά­δων πού κα­τοι­κοῦν στήν Ξάν­θη καί τήν πε­ρι­φέ­ρειά της ἀπο­τε­λεῖ ἕνα ἐπί­τευγ­μα τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς κοι­νω­νίας καί τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ κρά­τους, πού δέν εἶ­ναι εὐ­ρύ­τε­ρα γνω­στό.
Με­τά τήν τουρ­κι­κή κα­τά­κτη­ση τῆς πε­ρι­ο­χῆς γύ­ρω στό 1372 Γι­ου­ροῦ­κοι καί Κο­νιά­ρη­δες Τουρ­κο­μά­νοι ἐγκα­θί­σταν­ται στήν εὔ­φο­ρη πε­διά­δα καί ἀπω­θοῦν τούς χρι­στια­νούς κα­τοί­κους, οἱ ὁποῖ­οι κα­τα­φεύ­γουν στά βου­νά καί στήν πό­λη τῆς Ξάν­θης.  Ἡ πε­διά­δα, ἐκτός ἀπό τήν ἀκτή, σχε­δόν ἐκτουρ­κί­ζε­ται. Τόν ἐκτουρ­κι­σμό τῆς πε­διά­δας ἀκο­λού­θη­σε ὁ ἐξισ­λα­μι­σμός τῆς ὀρει­νῆς πε­ρι­ο­χῆς τόν 17ο αἰῶ­να. Οἱ νε­ο­φερ­μέ­νοι κα­τα­κτη­τές Ὀθω­μα­νοί Τοῦρ­κοι ἱδρύ­ουν ἕνα νέο οἰκο­νο­μι­κό, δι­οι­κη­τι­κό καί θρη­σκευ­τι­κό κέν­τρο μέ­σα στήν εὔφο­ρη πε­διά­δα: τή Γε­νι­τζέ Κα­ρά Σού.  Ὅμως, ἡ  βυ­ζαν­τι­νή Ξάν­θεια, πό­λη τῆς ὁποίας πρώ­τη ἀνα­φο­ρά γί­νε­ται τόν 9ο αἰῶ­να, δέν πα­ρακ­μά­ζει ὅπως τό γει­το­νι­κό βυ­ζαν­τι­νό Πε­ρι­θε­ώ­ριο. Δη­μι­ουρ­γεῖ­ται ἔτσι ἕνα ἀστικό δί­πο­λο, μέ τή Γε­νι­σέα μου­σουλ­μα­νι­κό κέν­τρο καί τήν Ξάν­θη κα­τοι­κού­με­νη κυ­ρί­ως ἀπό Ρω­μηούς.
Τούς πρώ­τους αἰῶ­νες με­τά τήν τουρ­κι­κή κα­τά­κτη­ση ἡ μου­σουλ­μα­νι­κή πα­ρου­σία στήν πό­λη ἦταν ὀλι­γά­ριθ­μη γιά νά αὐ­ξη­θεῖ με­τά τόν 16ο αἰῶ­να. Κα­τά τά τέ­λη τοῦ 18ου αἰώ­να ὑπῆρ­χαν στήν πό­λη μου­σουλ­μα­νι­κές συνοι­κί­ες, μά­λι­στα σέ μία ἀπό αὐ­τές κα­τοι­κοῦ­σαν ἀπο­κλει­στι­κά Σουν­νί­τες.  Κα­τά τό δεύ­τε­ρο μι­σό τοῦ 19ου αἰώ­να, ὅταν ἡ πό­λη γί­νε­ται ἕδ­ρα τοῦ Κα­ζᾶ, δημιουργεῖται στήν πε­ρι­ο­χή τῆς ση­με­ρι­νῆς Κεν­τρι­κῆς Πλα­τείας μου­σουλ­μα­νι­κό θρησκευτικό, δι­οι­κη­τι­κό καί κοι­νω­νι­κό κέν­τρο (κουλ­λι­γι­έ).
Το 1714 ἐγκα­θί­σταν­ται στήν Ξάν­θη χρι­στια­νοί πρό­σφυ­γες ἀπό τό Σαμ­μά­κο­βο τῆς Βό­ρειας Θρά­κης. Τό 1821 με­τά τήν κα­τα­στο­λή τῆς ἐπα­νά­στα­σης στή Χαλ­κι­δι­κή φθά­νουν πρό­σφυ­γες ἀπό τά Μα­δε­μο­χώ­ρια. Ἠπει­ρῶ­τες καί Μα­κε­δό­νες με­τα­νά­στες ἐγκα­θί­σταν­ται στήν πό­λη καθ’ ὅλο τό διά­στη­μα ἀπό τά τέ­λη τοῦ 18ου αἰώ­να μέ­χρι τούς Βαλ­κα­νι­κούς Πο­λέ­μους, ἀπα­ραί­τη­τοι με­τά τήν οἰκο­νο­μι­κή ἀνά­πτυ­ξη πού ἔφε­ρε ὁ κα­πνός.
Ἡ ἀγρο­τι­κή οἰκο­νο­μία τῆς πε­ρι­ο­χῆς θά ἀνα­βαθ­μι­σθεῖ με­τά τόν 16ο αἰῶ­να, ὅταν εἰσάγε­ται ἡ καλ­λι­έρ­γεια τοῦ κα­πνοῦ, γιά νά φθά­σει στά τέ­λη τοῦ 19ου αἰώ­να νά ἐν­τα­χθεῖ σέ ἕνα εὐρύ­τε­ρο οἰκο­νο­μι­κό σύ­στη­μα ὡς κέν­τρο πα­ραγω­γῆς καί ἐμπο­ρίας κα­πνοῦ ὑψη­λῆς ποι­ό­τη­τας. Τό ἐν­δια­φέ­ρον τοῦ δι­ε­θνοῦς κε­φα­λαί­ου γιά τόν κα­πνό με­τά τό δεύ­τε­ρο μι­σό τοῦ 18ου αἰώ­να συμ­πί­πτει μέ τήν ἀναγέν­νη­ση τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ καί τή δη­μι­ουρ­γία τοῦ χώρου πού ὀνο­μά­σθη­κε κα­θ’ ἡ­μᾶς Ἀνα­το­λή.  Ὁ χῶ­ρος αὐ­τός ταυτίζεται μέ τόν χῶ­ρο πού κα­τα­λάμ­βα­νε ἡ Βυ­ζαν­τι­νή Αὐ­το­κρα­το­ρία κα­τά τήν ὕστε­ρη φά­ση της καί κα­τοι­κεῖ­ται καί ἀπό  Ἕλ­λη­νες, οἱ ὁποῖ­οι ὡς ἕνα βαθ­μό δια­μορ­φώ­νουν καί τόν χα­ρα­κτῆρα του.  Ὁ 19ος αἰώνας βρίσκει τήν πόλη σέ μιά φάση ἀνάπτυξης καί ἐπέκτασης.  Τήν ἴδια ἐπο­χή ἡ ἀνάγ­κη γιά ἐκ­συγ­χρο­νι­σμό τῆς Ὀθω­μα­νι­κῆς Αὐ­το­κρα­το­ρίας βρί­σκει τίς κοι­νό­τη­τες τῶν Ρω­μη­ῶν πρό­θυ­μους συνερ­γά­τες. Λί­γο ἀρ­γό­τε­ρα, τό πρῶ­το μι­σό τοῦ 19ου αἰώ­να, οἱ Ὀθω­μα­νι­κές με­ταρ­ρυθ­μί­σεις θά κα­τα­στή­σουν τίς ρω­μαί­ι­κες κοι­νό­τη­τες ση­μαν­τι­κό τμῆ­μα τῆς ἀστι­κῆς τά­ξης τῆς Αὐ­το­κρα­το­ρίας.  Ἐν­τυ­πω­σια­κή εἶ­ναι ἡ ἄνο­δος τῆς ρω­μαί­ι­κης κοι­νό­τη­τας τῆς Ξάν­θης. Τό­σο ὥστε, ὁ πλοῦ­τος ἀπό τό ἐμπό­ριο τοῦ κα­πνοῦ δί­νει στή ρω­μαί­ι­κη κοι­νό­τη­τα τή δυ­να­τό­τη­τα νά ἀνοι­κο­δο­μή­σει ἐκ βά­θρων τήν πό­λη, πού τό 1829 εἶ­χε ἰσο­πε­δω­θεῖ ἀπό σει­σμό.
Ἐκτός ἀπό τόν καπνό, ἡ πό­λη ὀφεί­λει τήν ἀνοι­κο­δό­μη­σή της με­τά τούς σει­σμούς καί τήν ἀκμή της κα­τά τό τε­λευ­ταῖο  τρῖ­το τοῦ 19ου αἰώ­να καί στήν προ­νο­μια­κή της θέ­ση πά­νω σέ ση­μαν­τι­κούς ἐμπο­ρι­κούς δρό­μους.  Ἡ θέ­ση αὐ­τή βρί­σκε­ται στή φυ­σι­κή ἀπό­λη­ξη τῶν ὀρει­νῶν δρό­μων ἀπό τή Ρο­δό­πη πρός τή θά­λασ­σα καί ἐπο­πτεύ­ει τή νό­τια τῆς Ρο­δό­πης εὔ­φο­ρη πε­διά­δα, πη­γή πλού­σιας πα­ρα­γω­γῆς, πού στη­ρί­ζει, ἐκτός ἀπό τήν πό­λη, καί πλῆ­θος χω­ρι­ῶν.
Ὁ ρόλος τῆς ρωμαίικης κοινότητας τῆς Ξάνθης ἐντάσσεται σέ μιά εὐρύτερη πραγμα­τικότητα.  Οἱ ἑλ­λη­νι­κές κοι­νό­τη­τες κα­τά τήν ὕστε­ρη Τουρ­κο­κρα­τία ἀπο­τε­λοῦν ἕνα σπου­δαῖο ἐπίτευγμα πού παραμένει σχετικά ἄγνωστο.  Ἡ μα­κραί­ω­νη πο­λι­τι­κή πα­ρά­δο­ση τοῦ  Ἑλ­λη­νι­σμοῦ συν­δυ­ά­ζε­ται μέ τήν ἐκ­κλη­σια­στι­κή εὐ­χα­ρι­στια­κή σύ­να­ξη μέ­σα στήν ἐμπει­ρία τοῦ κοι­νο­τι­κοῦ συ­στή­μα­τος.  Ἡ αὐ­το­δι­οί­κη­ση τῶν κοι­νο­τή­των εἶ­ναι ἕνα λαμπρό φαι­νό­με­νο ὑπεύ­θυ­νης κοι­νω­νι­κῆς δη­μο­κρα­τίας, ἄμε­σης συμ­με­το­χῆς, ἀλ­λη­λεγ­γύ­ης, φι­λαν­θρω­πίας, ἐπαγ­γελ­μα­τι­κῆς συν­τε­χνια­κῆς ὀρ­γά­νω­σης καί συνεί­δη­σης τῆς ἀξίας τῆς παι­δείας. Πρό­κει­ται οὐ­σια­στι­κά γιά ἕνα ἐπι­τυ­χές πο­λι­τι­κό σύ­στη­μα πού ἐξα­σφα­λί­ζει τή λει­τουρ­γία τῆς συμ­με­το­χι­κῆς δη­μο­κρα­τίας, τῆς κοι­νω­νι­κῆς δι­και­ο­σύ­νης, τήν κυ­ριαρ­χία τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου προ­σώ­που καί δια­σφα­λί­ζει τόν σε­βα­σμό πρός τό φυ­σι­κό πε­ρι­βάλ­λον.
Με­τά τά μέ­σα τοῦ 19ου αἰώ­να, οἱ ρω­μαί­ι­κες κοι­νό­τη­τες ἐπω­φε­λοῦν­ται ἀπό τίς σχε­τι­κές ἐλευ­θε­ρί­ες, πού ἐπι­τρέ­πουν οἱ ὀθω­μα­νι­κές με­ταρ­ρυθ­μί­σεις, καί ἐπι­τυγ­χά­νουν οὐ­σια­στι­κά νά αὐ­το­δι­οι­κοῦν­ται. Στήν Ξάν­θη, ἡ Δη­μο­γε­ρον­τία φρον­τί­ζει τά σχο­λεῖ­α, δια­χει­ρί­ζε­ται τά ἔσο­δα τῶν ἐκ­κλη­σι­ῶν καί τῶν μο­να­στη­ρι­ῶν, ὅπως καί τήν κοι­νο­τι­κή πε­ρι­ου­σία, κα­νο­νί­ζει μέ ψη­φο­φο­ρία προ­βλή­μα­τα καί δια­φω­νί­ες, ἐνῶ ἐπι­βάλ­λει σω­φρο­νι­στι­κές ποι­νές. Στήν πρα­γμα­τι­κό­τη­τα ἡ Δη­μο­γε­ρον­τία δι­οι­κεῖ, δια­χει­ρί­ζε­ται καί τι­μω­ρεῖ. Οἱ ἴδι­οι οἱ Δη­μο­γέ­ρον­τες ἐκλέ­γον­ται μέ γε­νι­κή συνέ­λευ­ση τῶν Ρω­μη­ῶν τῆς πό­λης.
Ὁ ἑλ­λη­νι­κός κοι­νο­τι­σμός ἐκ­δη­λώ­νε­ται μέ τή συνε­χή μέ­ριμ­να πρός τήν ἐκ­κλη­σία, τή συν­τε­χνια­κή ὀρ­γά­νω­ση, τή φι­λαν­θρω­πία καί τή μέ­ριμ­να γιά τήν παι­δεία. Στήν Ξάν­θη, οἱ κοι­νό­τη­τες φρον­τί­ζουν γιά τήν ἵδρυ­ση σχο­λεί­ων, πού πρό­θυ­μα χρη­μα­το­δο­τοῦν οἱ πλού­σι­οι ἔμπο­ροι τοῦ κα­πνοῦ. Δια­τη­ρεῖ­ται καί λει­τουρ­γεῖ ἀκό­μη σή­με­ρα τό σχο­λεῖο  στό προ­αύ­λιο τῆς ἐκ­κλη­σίας τοῦ Ἁ­γίου Βλα­σί­ου, ἐνῶ ἡ  Ἑλ­λη­νι­κή Σχο­λή, τό Ἀρρεναγωγεῖο  Μα­τσί­νη καί τό Νη­πια­γω­γεῖο  Στά­λιου, βρί­σκον­ται μα­ζί μέ τό μη­τρο­πο­λι­τι­κό μέ­γα­ρο δί­πλα στόν μη­τρο­πο­λι­τι­κό να­ό τοῦ Τι­μί­ου Προ­δρό­μου.
Μέ τήν ἐν­δυ­νά­μω­ση τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς ἐθνι­κῆς συνεί­δη­σης, ἡ μέ­ριμ­να γιά τήν παι­δεία πρα­γμα­το­ποι­εῖ­ται ἀπό τούς συλ­λό­γους.  Ἡ ἱστο­ρία τῶν ἐκ­παι­δευ­τι­κῶν συλ­λό­γων τῆς Θρά­κης ἀρ­χί­ζει μέ τήν ἵδρυ­ση τοῦ "  Ἑλ­λη­νι­κοῦ Φι­λο­λο­γι­κοῦ Συλ­λό­γου Κων­σταν­τι­νου­πό­λεως" τό 1861, πού ἀμέ­σως ἀνέ­πτυ­ξε λαμ­πρή δρά­ση. Γρή­γο­ρα, πα­ρό­μοι­οι σύλ­λο­γοι ἱδρύ­θη­καν σέ ὅλη τή Θρά­κη καί ἰδί­ως στήν Ἀνα­το­λι­κή Θρά­κη, ὅπου ὑπῆρ­χαν συμ­πα­γεῖς καί ἀκμαῖ­οι ἑλ­λη­νι­κοί πλη­θυ­σμοί ("Θρα­κι­κός Φι­λεκ­παι­δευ­τι­κός Σύλ­λο­γος Ραι­δε­στοῦ" 1871, "Φι­λεκ­παι­δευ­τι­κός Σύλ­λο­γος Ἀδρια­νου­πό­λεως" 1872). Στήν Ξάν­θη με­τά τά πα­λιά "Ταμεῖα τοῦ  Ἐλέ­ους", τόν "Φι­λεκ­παι­δευ­τι­κό Σύλ­λο­γο" καί τήν "  Ἑ­ται­ρεία τῶν Ξέ­νων", ἱδρύ­ε­ται τό 1900 ὁ "Μου­σι­κο­γυμ­να­στι­κός Σύλ­λο­γος Ὀρ­φεύς".
Οἱ πλού­σι­οι καί κο­σμο­πο­λῖτες ἔμπο­ροι τοῦ κα­πνοῦ, ὅπως καί οἱ ἱκα­νο­ποι­η­τι­κά ἀμει­βό­με­νοι ἐρ­γά­τες τοῦ κα­πνοῦ, πού εἶ­ναι  Ἕλ­λη­νες αὐ­τό­χθο­νες ἤ νε­ο­φερ­μέ­νοι ἀπό πολ­λά μέ­ρη τῆς  Ἑλ­λά­δας, δί­νουν τόν χα­ρα­κτή­ρα στήν Ξάνθη. Εἶ­ναι αὐ­τοί, οἱ ὁποῖ­οι,  ὡς ὑπή­κο­οι τῆς ἀχα­νοῦς, ἀλ­λά ἀδύ­να­μης καί ὀπι­σθο­δρο­μι­κῆς Ὀθω­μα­νι­κῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας, ἀπο­τε­λοῦν ση­μαν­τι­κό τμῆ­μα τῆς ἀστι­κῆς της τά­ξης καί γί­νον­ται φο­ρεῖς ἐκ­συγ­χρο­νι­σμοῦ καί ἀνά­πτυ­ξης. Οἱ ἑλ­λη­νι­κοί πλη­θυ­σμοί τῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας προ­σβλέ­πουν πρός τόν ἐκμον­τερ­νι­σμό, τόν ὁποῖο  ὑπό­σχε­ται τό πρό­τυ­πο τῆς Δυ­τι­κῆς Εὐ­ρώ­πης, χω­ρίς ὅμως νά ἀπο­μα­κρυν­θοῦν ἀπό τίς πα­ρα­δό­σεις τους καί τήν πνευ­μα­τι­κή τους ἡ­γε­σία – τό Οἰκου­με­νι­κό Πα­τριαρ­χεῖο. Στήν πό­λη τῆς Ξάνθης οἱ Ρω­μηοί κυ­ριαρ­χοῦν ἀπό­λυ­τα καί, βα­σι­ζό­με­νοι στόν πλοῦ­το τοῦ κα­πνοῦ, δη­μι­ουρ­γοῦν ἕνα ἀστι­κό, βι­ο­μη­χα­νι­κό καί βι­ο­τε­χνι­κό κέν­τρο.
Ἡ με­γά­λη ἐπο­χή τῆς Ξάν­θης ἀρ­χί­ζει γύ­ρω στό 1860, ὅταν ἡ πα­ρακ­μή τῆς Γε­νι­σέ­ας κα­τευ­θύ­νει πό­ρους καί δρα­στη­ρι­ό­τη­τες στήν Ξάν­θη καί τήν κα­θι­στᾶ τό 1872 ἕδρα τοῦ Καζᾶ. Τό 1891 ἡ πό­λη συν­δέ­ε­ται σι­δη­ρο­δρο­μι­κά μέ τή Θεσ­σα­λο­νί­κη καί τήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη.  Ἡ ἀνοι­κο­δό­μη­ση τῆς πό­λης συνε­χί­ζε­ται ἀδιά­λει­πτα, γιά νά δια­κο­πεῖ ἀπό­το­μα τό 1912 μέ τήν ἔκρη­ξη τῶν Βαλ­κα­νι­κῶν Πο­λέ­μων. Τό 1919 ἡ πό­λη ἀπελευθερώνεται καί τό 1920 ἐν­σω­μα­τώ­νε­ται στό  Ἑ­λλη­νι­κό Κρά­τος. 
Σταθ­μό στήν ἀν­θρω­πο­λο­γία τῆς Ξάν­θης καί τῆς πε­ρι­ο­χῆς της ἀπο­τε­λεῖ ἡ Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή.  Ἀπό τόν Σε­πτέμ­βριο τοῦ 1922 καί συνε­χῶς μέ­χρι τό 1925 κα­τα­φθά­νουν στήν πε­ρι­ο­χή χι­λιά­δες πρό­σφυ­γες τῆς πάλαι πο­τέ  Ἑλ­λη­νι­κῆς Ἀνα­το­λῆς. Τά πλη­θυ­σμια­κά δε­δο­μέ­να ἀνα­τρέ­πον­ται, νέ­οι οἰκι­σμοί δη­μι­ουρ­γοῦν­ται καί οἱ μου­σουλ­μά­νοι παύ­ουν πλέ­ον νά ἀπο­τε­λοῦν τήν πλει­ο­ψη­φία. Στήν ἴδια τήν πό­λη τῆς Ξάν­θης ὁ πλη­θυ­σμός ὑπερ­δι­πλα­σιά­ζε­ται καί ἐκτε­τα­μέ­νες νέες συνοι­κίες τῆς προ­σφυ­γι­κῆς ἐγκα­τά­στα­σης δη­μι­ουρ­γοῦν­ται νο­τι­ο­δυ­τι­κά τῆς πό­λης.
Οἱ  δύο  βάρ­βα­ρες βουλ­γα­ρι­κές κα­το­χές, τό 1913–1919 καί 1941–1944, δέν θά ἀφή­σουν ση­μαν­τι­κά ἴχνη στήν πό­λη, πα­ρό­λο πού χι­λιά­δες κά­τοι­κοι ἀναγ­κά­ζον­ται νά ἐκ­πα­τρι­σθοῦν –πολ­λοί γιά νά μή γυ­ρί­σουν πο­τέ πιά πί­σω. Με­τά τίς πε­ρι­πέ­τειες καί τά πά­θη τῆς χώ­ρας κα­τά τό πρῶ­το μι­σό τοῦ 20οῦ  αἰώ­να οἱ πα­λιοί αὐ­τό­χθο­νες ἔμπο­ροι με­τα­να­στεύ­ουν σέ με­γα­λύ­τε­ρα ἀστι­κά κέν­τρα καί νέ­οι ἀστι­κοί πλη­θυ­σμοί συγ­κεν­τρώ­νον­ται στήν πό­λη.  Ὁ εὐ­τε­λι­σμός τῆς τι­μῆς τοῦ κα­πνοῦ εἶ­ναι ἕνας ἀπό τούς πα­ρά­γον­τες πού ὁδη­γοῦν στήν κα­θυ­στέ­ρη­ση τῆς οἰκο­νο­μι­κῆς ἀνά­πτυ­ξης στήν πε­ρι­ο­χή τῆς Ξάν­θης.
Οἱ γνω­στές ἐξω­τε­ρι­κές ἀπει­λές ἀφύ­πνι­σαν τό ἑλ­λη­νι­κό κρά­τος, ὥστε με­τά τό 1974 δέ­σμη μέ­τρων ἔθε­σε πά­λι τήν πό­λη καί τήν πε­ρι­φέ­ρειά της σέ ἀνα­πτυ­ξια­κή τρο­χιά.  Ἀκο­λού­θη­σαν προ­γράμ­μα­τα στή­ρι­ξης τῆς Εὐ­ρω­πα­ϊ­κῆς  Ἕ­νω­σης. Σή­με­ρα ἡ πό­λη στη­ρί­ζε­ται στίς ὑπη­ρε­σίες καί τήν ἀγρο­τι­κή πα­ρα­γω­γή τῆς πε­ρι­φέ­ρειάς της καί γνω­ρί­ζει πά­λι μία πε­ρί­ο­δο ἀνοι­κο­δό­μη­σης. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου