Τετάρτη 16 Μαρτίου 2011

Κονάκια Ρωμηών εμπόρων.


Τό ἀρχοντικό Καλεύρα στήν ὁδό Ὀρφέως, ἀναστηλωμένο ἄτεχνα. 
(Φωτογραφία τοῦ 2006)



Ἀρχοντικό στά πρότυπα τῆς Θεσσαλίας καί τῆς Μακεδονίας. Γωνία ὁδῶν Χρηστίδη καί Βύρωνος.


Ἀναστηλωμένο μεγάλο ἀρχοντικό στήν ὁδό Ταξιαρχῶν.
(Φωτογραφία τοῦ 2003)


Ἀναστηλωμένο ἀρχοντικό σέ μακεδονικό ὕφος στή γωνία τῶν ὁδῶν Ἀντίκα καί Φιλίππου.
(Φωτογραφία τοῦ 2003)




Μεγάλο ἀρχοντικό μέ τέσσερα γωνιαία σαχνισιά στή γωνία τῶν ὁδῶν Χρηστίδη καί Βύρωνος.
(Φωτογραφία τοῦ 2006)



Ἀρχοντικό σέ σχῆμα Γ στή συνοικία Σαμακώβ.
(Φωτογραφία τοῦ 1985)



Τό ἀρχοντικό Χασηρτζόγλου στήν πλατεία Ματσίνη πίσω ἀπό τήν πλατεία Μητροπόλεως.  Κατασκευή ἀπό πέτρα μέ λόγια καί νεοκλασσικά στοιχεῖα.
(Φωτογραφία τοῦ 2002)



Ὄψη τοῦ ἀρχοντικοῦ στήν ὁδό Ταξιαρχῶν.
(Φωτογραφία τοῦ 2004)


Κτίσμα μακεδονικοῦ ὕφους μέ κεντρικό σαχνισί στήν ὁδό Πινδάρου
(Φωτογραφία τοῦ 2005)



Ἀρχοντικό μακεδονικοῦ ὕφους σέ σχῆμα Π πίσω ἀπό τήν πλατεία Μητροπόλεως.
(Φωτογραφία τοῦ 2002)



Ἀρχοντικό μακεδονικοῦ ὕφους σέ σχῆμα Π στήν ὁδό Χρηστίδη.
(Φωτογραφία τοῦ 2003)


Ἀρχοντικό μακεδονικοῦ ὕφους καί κατοικία λόγιου λαϊκοῦ ὕφους στή γωνία τῶν ὁδῶν Χρηστίδη καί Βύρωνος.
(Φωτογραφία τοῦ 2005)



Χαγιάτι πού βλέπει σέ μπαλκόνι στό ἀρχοντικό τῆς ὁδοῦ Ὀρφέως.
(Φωτογραφία τοῦ 1995)

Μέ τό τέλος τοῦ 17ου αἰώνα εἶναι ἐμφανές πλέον ὅτι ἡ κατακτητική ὁρμή τῶν Ὀθωμανῶν Τούρκων ἔχει φθάσει στά ὅριά της. Ἡ πανίσχυρη Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία ἀναγκάζεται νά ἀναθεωρήσει τήν στάση της πρός τούς χριστιανούς ὑπόδουλους λαούς, ἀφοῦ ἔχει ἀνάγκη ἀπό τή συνεργασία τους. Οἱ ἐμπορικές καί οἰκονομικές δραστηριότητες μετατοπίζονται πρός τίς βαλκανικές καί μικρασιατικές ἐπαρχίες τῆς Αὐτοκρατορίας, ὅπου καί κατοικεῖ ἡ πλειοψηφία τῶν Ἑλλήνων. Ἀπό τά πρῶτα χρόνια τοῦ 18ου αἰώνα οἱ ρωμαίικες κοινότητες τῆς Ἀνατολῆς ἀνέρχονται καί ἀποκτοῦν οἰκονομική ἰσχύ. Πρόκειται γιά τήν ἐποχή τῆς ἀναγέννησης τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Μικρές ὀρεινές, ἀλλά καί νησιωτικές πόλεις, μέ χριστιανικό κυρίως πληθυσμό, ἀναπτύσσονται ὡς παραγωγικά κέντρα. Ἡ οἰκονομία παύει νά ἀποτελεῖ ἁπλή οἰκοτεχνία καί περνᾶ σέ μορφές οἱ ὁποῖες μποροῦν νά προσεγγίσουν εὐρύτερες ἀγορές. Μία νέα ἐμπορευματική τάξη ἀπό τήν ὁποία ἐξαρτᾶται ἡ παραγωγή καί ἡ ὁποία διαθέτει οἰκονομική ἐπιφάνεια ἀναδύεται.
Παράλληλα ἡ κοινωνική καί κοινοτική ὀργάνωση τοῦ ὑπόδουλου Γένους ἀναπτύσσονται καί στηρίζουν τήν ἀναγέννηση τῆς παιδείας. Μιά μορφωμένη ἐμπορική τάξη ἐμφανίζεται καί στηρίζει τήν ἀνάπτυξη ἀστικῶν κέντρων σέ ὅλη τήν καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολή.
Κέντρα οἰκονομικῆς καί πνευματικῆς ἀνάπτυξης στή Βόρεια Ἑλλάδα κατά τόν 18ο αἰῶνα εἶναι κυρίως οἱ πόλεις: Καστοριά, Σιάτιστα, Κοζάνη, καί Βέροια στή Δυτική Μακεδονία, Ἀργυρόκαστρο, Γιάννενα καί Ἄρτα στήν Ἤπειρο, Ἀμπελάκια καί Τσαριτσάνη, Ζαγορά, Μακρυνίτσα καί ἄλλα χωριά τοῦ Πηλίου στή Θεσσαλία.
Σέ ἀντίθεση μέ τή φτώχεια καί τήν ἀνέχεια τῶν προηγούμενων αἰώνων, οἱ πλούσιοι πλέον ἔμποροι καί ναυτικοί νοικοκυραῖοι ἀνοικοδομοῦν τά σπίτια τους μέ τρόπο πού ὑπερβαίνει τίς στενές στεγαστικές ἀνάγκες. Τό κτίσιμο τῆς κατοικίας γίνεται πολύ σημαντική ὑπόθεση κατά τούς τελευταίους αἰῶνες τῆς ὀθωμανικῆς κυριαρχίας, γιατί σηματοδοτεῖ πλέον τήν κοινωνική θέση τοῦ ἰδιοκτήτη, ἱκανοποιεῖ τή φιλοκαλία του καί ἐξασφαλίζει ἕνα αἴσθημα ἀσφάλειας. Οἱ μακραίωνες αἰσθητικές παραδόσεις τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀναδύονται καί πάλι καί ἐμφανίζονται ὡς ἐπιλογές τῶν εὔπορων νέων ρωμαίικων ἀστικῶν στρωμάτων, ἐκφραζόμενες βέβαια σύμφωνα μέ τίς αἰσθητικές ἀντιλήψεις καί τούς τρόπους τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς, τῆς Δύσης, ἀλλά καί τῆς εὐρύτερης Ἀνατολῆς. Εἶναι σημαντικό καί ἐπίκαιρο τό γεγονός ὅτι ἡ ἀνερχόμενη νέα ρωμαίικη ἀστική καί ἐμπορευματική τάξη, –παρ’ ὅλη τή γοητεία πού αἰσθάνεται γιά τόν μεγάλο ἀστικό πολιτισμό τῶν Εὐρωπαίων καί τόν δυτικό εὐρωπαϊκό πολιτισμό–, παραμένει προσηλωμένη στή μακραίωνη παράδοση τοῦ βυζαντινοῦ κόσμου καί στήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολική Ἐκκλησία. Οἱ πλούσιοι ἔμποροι ζητοῦν τή συνεργασία τῶν λαϊκῶν μαστόρων, οἱ ὁποῖοι ἐνσωματώνουν στήν πλούσια παράδοσή τους τούς τρόπους καί τίς ἀντιλήψεις πού ἔρχονται ἀπό Ἀνατολή καί Δύση, δημιουργῶντας μία ὑβριδική ἀρχιτεκτονική.
Ἡ ἀνοικοδόμηση τῆς Ξάνθης μετά τό 1829 ἀκολουθεῖ σέ γενικές γραμμές τά πρότυπα αὐτά. Οἱ κατοικίες τῶν πλουσίων ἐμπόρων τοῦ καπνοῦ στήν περίοδο μέχρι τό 1860 ἔχουν μορφές μιμητικές πρός τό κονάκι τοῦ γείτονα μουσουλμάνου γαιοκτήμονα μπέη. Εἶναι δηλαδή κτίσματα διώροφα, μεγάλων διαστάσεων βασικά κάτοψης Π ἤ Γ, μέ δύο πλευρικές πτέρυγες πού συχνά στόν ὄροφο παίρνουν τή μορφή σαχνισιῶν. Ὁ χῶρος τῶν ἰσογείων τους στεγάζει τίς βοηθητικές χρήσεις, ἀλλά καί δωμάτια, ἐνῶ ὁ κεντρικός χῶρος, τό χαγιάτι, βρίσκεται στόν ὄροφο σέ κεντρική θέση μέ τά ὑπνοδωμάτια γύρω του. Κεντρικό κλιμακοστάσιο ἕνωνε τούς δύο ὀρόφους καί κατέληγε στόν ὄροφο στό χαγιάτι. Τό χαγιάτι, – μεταβατικός χῶρος ἀπό τήν ὕπαιθρο στήν κατοικία, ὅπου καί λαμβάνει χώρα ἡ συλλογική ζωή τῆς οἰκογένειας –, ἀνοίγεται σέ μπαλκόνι συνήθως σέ κεντρική θέση τῆς πρόσοψης. Ὁλόκληρος ὁ ὄροφος διαθέτει κατά κανόνα πολλά παράθυρα, ὥστε νά ἐπιτυγχάνεται ἄνετος ἡλιασμός, ἀλλά καί ἡ κατοικία νά ἀνοίγεται πρός τό περιβάλλον.
Ἕνα ἀπό τά χαρακτηριστικά ἀρχοντικά τῶν Ρωμηῶν ἐμπόρων τῆς Ξάνθης εἶναι ἡ μεγάλη κατοικία στή γωνία τῶν ὁδῶν Ἀντίκα καί Φιλίππου, ὅπου ὁ ὄροφος τετραγωνίζεται μέ τήν προσθήκη σαχνισιῶν. Ἀνάλογο κτίσμα σέ κάτοψη Π καί τέσσερα σαχνισιά στίς γωνίες τΔημοσίευση ανάρτησηςοῦ ὀρόφου εἶναι ἡ κατοικία στή γωνία τῶν ὁδῶν Χρηστίδη καί Βύρωνος. Παρόμοια κτίσματα ὑπάρχουν ἀκόμη σήμερα ἀρκετά. Ἐντυπωσιακό ὑψηλοτάβανο ἀρχοντικό εἶναι αὐτό τῆς ὁδοῦ Ταξιαρχῶν, τό ὁποῖο στεφανώνεται ἀπό ὀξύκορφο ἀέτωμα πού φέρει ζωγραφικό διάκοσμο. Κατασκευασμένο ἀπό Ἠπειρῶτες μαστόρους καί ἐξ ὁλοκλήρου πέτρινο εἶναι τό ἀρχοντικό Χασηρτζόγλου στήν πλατεία Ματσίνη. Τό κτήριο αὐτό χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ἄφθονη χρήση γρανοβιορίτη καί στέγαζε κάποτε τό προξενεῖο τῆς Αὐστροουγγαρίας. Οἱ κουδαρίτες μάστοροι ἔχουν ἀφήσει τίς χαρακτηριστικές ὑπογραφές τους σέ λιθανάγλυφη μορφή στό κτήριο αὐτό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου