"Σύμφωνα μέ τήν ἀνθρώπινη ἱστορία καί τήν ἐμπειρία, στό βαθμό πού εἶμαι ἐνήμερος, γνωρίζω ὅτι κάθε τί τό οὐσιῶδες καί τό μεγάλο δημιουργήθηκε μόνο ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶχε μία πατρίδα καί ἦταν ἐνταγμένος σέ μιά παράδοση. "
Μάρτιν Χάιντεγκερ, συνέντευξη στόν Spiegel, 1976
Εἶναι τώρα σκόπιμο νά κάνουμε μερικές παρατηρήσεις σχετικές μέ τίς σημασίες πού βρίσκονται πίσω ἀπό τίς διαπιστώσεις πού ἔγιναν. Βάση γιά τίς παρατηρήσεις αὐτές θά εἶναι τά συμπεράσματα σύγχρονων στοχαστῶν, ἀλλά καί τά δεδομένα τῆς δικῆς μας παράδοσης.
Οἱ παρατηρήσεις αὐτές ἀφοροῦν στήν ἀντίληψη τοῦ χώρου καί τοῦ ἱστορικοῦ χρόνου καί οὐσιαστικά τό πρόβλημα τῆς οἰκείωσης καί τῆς ἀποξένωσης ἀπό τό φυσικό καί ἀνθρώπινο περιβάλλον.
Ἄν καί ἡ συλλογιστική αὐτή μᾶς ὁδηγεῖ πολύ μακριά, εἶναι ἀπαραίτητη γιά νά προσεγγίσουμε σέ κάποια κατανόηση τῆς κατάστασής μας.
Τόπος, χῶρος, χρόνος εἶναι ἔννοιες πού ἀποκτοῦν σημασία μέ τήν ἀνθρώπινη πολιτισμική παρουσία. Ἀποτελοῦν δηλαδή πολιτισμικά καί κοινωνικά ἀποτελέσματα.
Ὁ χῶρος ἀπό ἄξενος καί χαώδης μετατρέπεται σέ τόπο μέ τήν ἀνθρώπινη παρουσία. Ἡ ἀντίληψη γιά τόν τόπο εἶναι βέβαια μία ἀντίληψη ὑποκειμενική. Ὁ τόπος δέν εἶναι μία ὀπτική ἀντίληψη, ἕνας χῶρος πού μπορεῖ νά μετρηθεῖ ἤ ἕνα τοπογραφικό σύστημα, ἀλλά μία διανοητική κατασκευή, μία ἐπέκταση τῆς ἀτομικῆς καί τῆς συλλογικῆς ὕπαρξης. Ὁ τόπος περιγράφεται καί γίνεται κατανοητός μέ ὑποκειμενικό τρόπο. Τίποτε δέν εἶναι πιό χαρακτηριστικό γιά τήν ὑποκειμενικότητα τοῦ τόπου ἀπό τίς καλλιτεχνικές περιγραφές καί τά ἐγκώμια[i]. Ἔτσι μποροῦμε νά καταλάβουμε πόσο βαθιά σχέση ἔχει ὁ τόπος μέ τήν ταυτότητα, πόσο οὐσιαστικά συνδέεται μέ τήν ἱστορία καί μέ τά συστήματα ἔκφρασης – γλώσσα[ii], γραφή καί τέχνη.
Σύμφωνα μέ τή σύγχρονη ὀρθολογική κοσμοαντίληψη, ὁ χῶρος εἶναι ἄμορφος, ὁμοιογενής, ἀόριστος καί ἀφηρημένος, ἐνῶ περιλαμβάνει ὅλα τά πράγματα, εἶναι κενός ἀπό σημασίες καί διαθέτει συγκεκριμένες χρηστικές δυνατότητες. Αὐτό σημαίνει ἕνα ἀντικειμενικό, ἀδιάφορο πρός τό ὑποκείμενο σύμπαν, ἀλλά καί τό χῶρο ὡς ἀντικείμενο ἐπιβολῆς καί ἐκμετάλλευσης. Ἡ ἀντίληψη αὐτή ἔχει τήν ἀρχή της στόν διαχωρισμό ἀντικειμένου καί ὑποκειμένου πού ἐπιχειρεῖ ὁ δυτικός εὐρωπαῖος ἄνθρωπος.
Ἀντίθετα, σύμφωνα μέ τή "συμβολική" κοσμοαντίληψη, ὁ χῶρος εἶναι στενά δεμένος μέ τή συγκεκριμένη ἐμπειρία, γεμᾶτος σημασίες, ἄρα χῶρος τοῦ ὑποκειμένου. Οἱ σημασίες μεταφέρονται μέ σύμβολα. Σύμβολο εἶναι ἡ συμβολή κόσμου-ὄντος, ὅπως ἀποκαλύπτεται ὑπερλογικά μέ τήν παρουσία τοῦ συμβόλου. Τό σύμβολο "οὔτε λέγει, οὔτε κρύπτει, ἀλλά σημαίνει"[iii], σύμφωνα μέ τήν ἔκφραση τοῦ Ἡράκλειτου. Ἡ "συμβολική" ἀντίληψη ἐπιτρέπει τή μυστική σύνδεση μέ τό χῶρο. Αὐτό σημαίνει τήν ὑποκειμενοποίηση τοῦ χώρου, πού περιβάλλοντας προστατευτικά τό ὑποκείμενο, τό ἀπομακρύνει ἀπό τήν ἀποξένωση καί τή λήθη.
Ἡ συμβολική ἀντίληψη δέν εἶναι καθόλου κατώτερη ἀπό τήν ὀρθολογική, οὔτε παρωχημένη, ὅπως ὁ μοντερνισμός θέλησε νά πιστέψει. Ἡ συμβολική ἀντίληψη εἶναι ἁπλῶς μία διαφορετική ἀντίληψη.
Ἡ βυζαντινή συμβολική ἀντίληψη ἱεροποιεῖ τόν κόσμο, ἀποκαθιστᾶ τήν ἑνότητά του καί ἁγιάζει τή φύση. Στό Βυζάντιο δημιουργεῖται ἕνας καθαρά πνευματικός πολιτισμός. Ὁ βυζαντινός ἄνθρωπος στρέφεται πρός τά ἔσω καί ἀναπτύσσει τό συναίσθημα καί τήν ἐσωτερική ζωή, χωρίς νά κυριαρχεῖται ἀπό τίς ἀνάγκες τῆς πρακτικῆς ζωῆς.
Στά περιβάλλοντα τῆς Ἀνατολῆς ὑφίσταται μία πνευματική διάσταση καί ἡ φύση ἁγιάζεται ἀπό τόν Θεό μέσα ἀπό τό μυστικό πνεῦμα, ὥστε δέν εἶναι δυνατό νά διανοηθεῖ ὁ ἄνθρωπος νά τή μεταχειριστεῖ ὡς ἀντικείμενο. Ἐδῶ δέν ὑπάρχει, ἡ χαρακτηριστική στή Δύση, διάσπαση τοῦ κόσμου σέ πραγματικό καί ὑπερβατικό, πού ἐκφράζεται στόν περιλάλητο λόγο τοῦ Φάουστ: "Μέσα μου ἔχω δυό ψυχές"˙ ὅπως δέν ὑπάρχει ἡ παρουσία ἐκείνων τῶν μορφῶν τῆς ἐπιστήμης καί τῆς τεχνικῆς, οἱ ὁποῖες ὑποτάσσουν τά ὄντα καί καταστρέφουν τούς μυστικούς δεσμούς μας μέ αὐτά, χωρίς νά μποροῦν νά τά ἐξηγήσουν.
Ἡ ἀντίληψη γιά τόν τόπο καί ἡ σημασία του ἔχουν σχέση μέ τό πόσο εἶναι δυνατή ἡ οἰκείωση τοῦ ὑποκειμένου, ἡ ἀκόμη καί μέ τό ποιά εἶναι ἡ θέση του στόν κόσμο. Τό ἦθος τοῦ ὑποκειμένου εἶναι καί ὁ τόπος του. Κατά τόν αἰνιγματικό Ἡράκλειτο "ἦθος ἀνθρώπῳ δαίμων"[iv], τό ἦθος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ μοίρα του, ὅπου ἦθος εἶναι κατά τήν ἀρχαϊκή σημασία του καί ὁ τόπος διαμονῆς. Σέ σχέση, λοιπόν, μέ τόν τόπο πού συνειδητοποιεῖται τό ὑποκείμενο καθορίζεται ὁ τρόπος τῆς ὕπαρξης του. Τό ἀντίστροφο εἶναι ἐπίσης δυνατό, ἀφοῦ μεταξύ τοῦ ὑποκειμένου καί τοῦ τόπου ὑφίστανται διαλεκτικές σχέσεις. Ἔχουμε σήμερα περισσότερο ἀπό ποτέ, τήν ἐμπειρία τοῦ ὅτι τό ὑποκείμενο διαμορφώνει τό χῶρο. Τό ἦθος-τόπος λοιπόν, σημαίνει καί οἰκείωση.
Ὡστόσο, ἡ νεοφιλελεύθερη ἀντίληψη θεωρεῖ τόν τόπο ὡς ἀντίληψη ἀντιδραστική, ἀφοῦ ὁ τόπος ἀντιμάχεται μέ πολλούς τρόπους τόν κοσμοπολιτισμό.
Ὁ Μάξ Βέμπερ ἀποδίδει ἐξαιρετική σημασία στόν τόπο καί ἐπισημαίνει τήν ἀπό ἱεροποίηση τοῦ χώρου, τήν ὁποία θεωρεῖ χαρακτηριστικό στοιχεῖο τοῦ δυτικοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ.
Ὁ Β. Σ. Νάϊπουλ, ὁ σκεπτόμενος ταξιδευτής τοῦ Τρίτου Κόσμου, βλέπει τούς κατοίκους τῶν σύγχρονων ἄξενων πόλεων ἀποκομμένους ἀπό τή συναίσθηση τοῦ παρελθόντος[v], μέ ἀποτέλεσμα τή δημιουργία μίας "φαντασιακῆς ἀντίληψης τοῦ ποιοί καί τί εἶναι". Περιπλανώμενοι ἀπό κατάλυμα σέ κατάλυμα, οἱ σύγχρονοι ξένοι, διαμορφώνονται σέ νομάδες ἀκόμη καί ἄν παραμένουν στό ἴδιο κατάλυμα, ἀφοῦ ὁ γύρω χῶρος ἀλλάζει συνεχῶς. Ἄν ὑπάρχει μία μυστική σχέση καί δεσμός ψυχισμοῦ καί χώρου, ἡ διαταραχή του μπορεῖ νά ὁδηγήσει "σέ νεύρωση καί μηδενισμό". Μία σημαντική παράμετρος τῆς ἐσωτερίκευσης τοῦ χώρου καί τοῦ τόπου εἶναι ἡ ἱερότητα κτισμάτων καί τοποθεσιῶν, ἡ παρουσία ἱερῶν προσκυνημάτων. Ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τόν ἱερό χῶρο μαζί μέ τήν ἀδυναμία ἐσωτερίκευσης τοῦ περιβάλλοντος, δημιουργεῖ τήν αἴσθηση τῆς ἔλλειψης καί τῆς ἀποξένωσης, πού εἶναι χαρακτηριστικές σήμερα σχεδόν σέ ὅλο τόν κόσμο.
Ἡ ἔλλειψη μυστικῆς σύνδεσης μέ τό χῶρο καί τό παρελθόν πού δημιουργεῖ ἡ συνεχής ἀλλαγή, τό ἄμορφο τοῦ περιβάλλοντος καί ἡ μετακίνηση τῶν πληθυσμῶν, εἶναι ὁ ψυχικός πόθος ὁ ὁποῖος γεννᾶ τήν κρίση ταυτότητας. Ἡ κρίση ταυτότητας εἶναι, βέβαια, ἕνα σημαντικό μεταφυσικό πρόβλημα πού συναντᾶται σέ πολλούς λαούς στά χρόνια μας.
Κατά τόν Μάρτιν Χάιντεγκερ "Ἡ ἔλλειψη πατρίδας γίνεται ἕνα παγκόσμιο πεπρωμένο"[vi]. Τό πεπρωμένο αὐτό δέν εἶναι ἰδεολογικό. Εἶναι, μᾶλλον, ἕνα φαινόμενο ὀντολογικῆς τάξης καί ὑπαρξιακῆς ἐμπειρίας, πού ἀφορᾶ τή θέση τοῦ ἀνθρώπου στόν κόσμο. Πρᾶγμα πού πρέπει νά συνδέεται μέ τήν ἀλλοτρίωση τοῦ ὑποκειμένου στήν ὁποία ὁδηγεῖ ἡ "ὀρθολογική" ἀντίληψη τοῦ ἀφηρημένου χώρου, σέ ἀντίθεση πρός τήν οἰκείωση πού ἐπιτρέπει ἡ αἴσθηση τοῦ "συμβολικοῦ" ἐμπειρικοῦ χώρου. Πάλι κατά τόν Μάρτιν Χάιντεγκερ: "ἡ ἀποξένωση τοῦ ἀνθρώπου, ἔχει τίς ρίζες της στό γεγονός ὅτι ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος δέν ἔχει πατρίδα"vi. Ἐκεῖνο πού ἔχει τεθεῖ σέ ἀμφισβήτηση εἶναι, πάντα κατά τό μεγάλο ὑπαρξιστή φιλόσοφο, ἡ "οὐσιαστικότητα τοῦ ἱστορικοῦ στοιχείου μέσα στό εἶναι"vi. Ἡ ἐξαφάνιση τῆς ἰδιαιτερότητας καί ἡ κυριαρχία τῆς ὁμοιομορφίας τοποθετοῦν τόν κόσμο μέσα σέ ἕνα "διαρκές παρόν", μέσα στό ὁποῖο τό χαρακτηριστικό καί τό διαφορετικό στεροῦνται τῆς ἱστορικῆς τους θεμελίωσης καί τοῦ πολιτισμικοῦ τους βάθους. Αὐτό εἶναι ἕνα ἀκόμη κεφαλαιώδες σύμπτωμα κρίσης τῶν πολιτισμῶν. Ἡ οἰκείωση εἶναι ἀδύνατη μέσα στίς ἄξενες πόλεις. Ἐκεῖ, ὁ χῶρος γίνεται βορά τῆς συνεχοῦς ἀλλαγῆς μέσω τῆς κατανάλωσης καί τῆς ἀνάπτυξης, ἐνῶ ἡ ἱστορική μνήμη διαλύεται ἀπό τήν πολιτισμική ἀλλοτρίωση.
Κατά τήν ἀνάλυση τοῦ Μάρτιν Χάιντεγκερ ἡ οἰκείωση σημαίνει καί προϋποθέτει τήν ἐγγύτητα. Ὡστόσο, ἡ ἐγγύτητα ποτέ δέν ἱκανοποιεῖ. Πάντα, ἀπέναντι σέ ὅτι θεωροῦμε κοντινό καί οἰκεῖο θά ὑπάρχει κάτι πού ταυτόχρονα θά τό κρατᾶ σέ μία ἀπόσταση ἀπό μᾶς. Ἡ ἀπόσταση αὐτή γίνεται μεγαλύτερη ὅταν ἐπικρατεῖ ἡ λήθη. Πάντα θά ζητᾶμε νά ἑρμηνεύσουμε αὐτό πού εἶναι δικό μας καί πάντα αὐτή ἡ ἑρμηνεία θά εἶναι προσωπική. Τό γεφύρωμα αὐτῆς τῆς ἀπόστασης γίνεται κατά τόν Μάρτιν Χάιντεγκερ μέ τρόπο ποιητικό. Ἡ οἰκείωση δηλαδή ἀποκαλύπτεται μέ τρόπο συμβολικό καί μυθικό. Ὁ συμβολικός καί ποιητικός τρόπος ἔχει τόν χαρακτῆρα τῆς ἀποκάλυψης, τῆς ἀλήθειας ὡς μη-λήθης. Αὐτό δηλώνεται ἀπό τόν Ἡράκλειτο μέ τήν αἰνιγματική ρήση "φύσις κρύπτεσθαι φιλεῖ"[vii]. Ὁ Μάρτιν Χάιντεγκερ εἶναι κατηγορηματικός στήν ἀντίθεσή του πρός τή σύγχρονη τεχνολογική ὀργάνωση τοῦ κόσμου μέ τήν ὁποία ὑποτίθεται ὅτι ὁ κόσμος ἐξηγεῖται, ἀλλά ταυτόχρονα γίνεται ἑρμητικά κλειστός. Ἡ ἀνάλυση αὐτή ἀποτελεῖ καί μία ἀπό τίς πιό σημαντικές σύγχρονες κριτικές πρός τήν ἀπο-ιεροποίηση τοῦ χώρου.
Ἡ ἐξαφάνιση τῆς ἰδιαιτερότητας ὡς πολιτισμικῆς ἔκφρασης μεταμορφώνει τό χῶρο σέ ἀστική ἔρημο, ὅπου τό χαρακτηριστικό καί τό ἰδιόμορφο δέν ὑπάρχουν πιά, ἀφοῦ ἔχουν ἀντικατασταθεῖ ἀπό τίς χωρίς χαρακτῆρα μορφές ἑνός παγκοσμιοποιημένου συρμοῦ.
Κατά τόν ἀνθρωπολόγο Μάρκ Ὡζέ[viii] τό ὑπερ-μοντέρνο, δηλαδή ἡ ἔσχατη κατάληξη τοῦ μοντέρνου, δημιουργεῖ τό χῶρο ὅπου ὁ τόπος παίρνει τή μορφή τοῦ μη-τόπου. Παίρνει δηλαδή τή μορφή ὅπου ἐξαφανίζεται ἡ οἰκείωση μέ τήν ἐπιβολή μίας ἀπρόσωπης λειτουργικότητας ὡς δεσμοῦ ἀνθρώπου καί τεχνικῆς. Ἡ δημόσια δραστηριότητα καλύπτει πλέον οἰκονομικές καί τεχνικές σκοπιμότητες παγκόσμιας ἐμβέλειας. Ἡ ἱστορική μνήμη παίρνει τή μουσειακή ἐμπορευματοποιημένη μορφή τῆς διατήρησης. Τό περιβάλλον ὑποκύπτει στήν ἀντιαισθητική ἀνάγκη. Ἡ φύση ἔχει ἐρημωθεῖ καί ἔχει ὑποταχθεῖ ὡς ἀντικείμενο στήν ἐκμετάλλευση καί τήν κυριαρχία. Πρόκειται γιά μία κατάρρευση πνευματικῆς τάξης[ix].
Γιά τόν Οὐμπέρτο Ἔκο ὁ μεταμοντέρνος χῶρος ἔχει τή μορφή μίας ὑπερ-πραγματικότητας, στήν ὁποία ἡ μίμηση ἀποκτᾶ τή δύναμη μίας πίστης πρός τό πλαστό καί τό ψευδές[x]. Μέ καυστική παρατηρητικότητα καί εἰρωνία ὁ Οὐμπέρτο Ἔκο περιγράφει τά περιβάλλοντα ἐκεῖνα τῶν σύγχρονων μουσείων, ὅπου ἐπιδιώκεται ἡ ἔκθεση τοῦ "πραγματικοῦ" καί τοῦ "αὐθεντικοῦ"[xi], ἀλλά ὅπου ὅμως θριαμβεύει τό ψευδές καί τό πλαστό[xii].
Κατά τόν θεωρητικό τοῦ μεταμοντερνισμοῦ Ζάν Μπωντριγιάρ, ὅ,τι μπορεῖ νά δημιουργήσει ὁ σύγχρονος κόσμος ἔχει τόν χαρακτῆρα τῆς ἀπομίμησης[xiii]. Μίας ἀπομίμησης πού δέν ἔχει ἄμεση σχέση μέ τήν πραγματικότητα, ἀλλά μιμεῖται μία φαντασιακή ἀτμόσφαιρα, ὅπως αὐτή διαδίδεται ἀπό τά Μέσα Μαζικῆς Ἐνημέρωσης καί ἰδίως ἀπό τήν τηλεόραση. Τήν ἀπαισιόδοξη αὐτή ἀντίληψη συμπλήρωσε ὁ Ζάν Μπωντριγιάρ τό 1994 διατυπώνοντας τήν ἄποψη ὅτι ἡ ἀπόλυτη ἀπομίμηση εἶναι ἡ αἰσθητική τοῦ θεματικοῦ πάρκου, μιᾶς "εἰκονικῆς πραγματικότητας", μιᾶς φαντασίας χωρίς ἐπαφή μέ τήν πραγματικότητα, ἡ ὁποία ὅμως καταλήγει νά γίνεται "πιό πραγματική ἀπό τήν πραγματικότητα". Χωρίς νά πάψει νά σηματοδοτεῖ τήν ἔλλειψη μίας βασικῆς πραγματικότητας, – θά πρέπει ἐμεῖς νά συμπληρώσουμε.
[i] Παραδείγματα ὑποκειμενικῆς περιγραφῆς τοῦ τόπου μέσα ἀπό τήν τέχνη εἶναι ἡ συμφωνική μουσική εἰσαγωγή Ἑβρῖδες τοῦ Φελίξ Μέντελσσον-Μπαρθόλντι, ἡ ψυχογραφική ἀπεικόνιση τοῦ Τολέδο ἀπό τόν Γκρέκο ἤ, τέλος, ἡ περιγραφή τοῦ πίνακα τοῦ Φερμέερ Ὄψη τοῦ Ντέλφτ ἀπό τόν Μαρσέλ Προύστ στήν ἀφήγηση γιά τήν ἀνάκτηση τοῦ χαμένου καιροῦ.
[ii] Σημαντική παράμετρος τῆς νοηματοδότησης τοῦ τόπου ἀποτελοῦν οἱ ὀνομασίες. Οἱ ὀνομασίες συγκροτοῦν συστήματα καί ἱστορίες νοηματοδότησης καί τροφοδοτοῦν τό παλίμψηστο στό ὁποῖο τά ἴχνη τῶν διαδοχικῶν ἐμπειριῶν ἀθροίζουν τήν ταυτότητα τοῦ τόπου.
[iii] Ἀπόσπασμα 93
[iv] Ἀπόσπασμα 119
[v] Στά βιβλία του Among the believers (1982), καί Beyond belief-Istamic excursions among the converted peοples (1998).
[vi] Ἐπιστολή γιά τόν ἀνθρωπισμό
[vii] Ἀπόσπασμα 136.
[viii] Ἡ ἀνάλυση τοῦ Μάρκ Ὠζέ παρατίθεται στό βιβλίο του: Non places. An anthropology of the super modernity (1990).
[ix] Χαρακτηριστικά, τό νέο ἀεροδρόμιο, ἡ πύλη δηλαδή τῆς ξακουστῆς πόλης τῆς Ἀθήνας καί ὅλης τῆς πασίγνωστης γιά τόν πολιτισμό καί τήν ἱστορία τῆς Ἑλλάδας, δέν διαθέτει κανένα ἰδιαίτερο πολιτισμικό ἡ αἰσθητικό χαρακτῆρα, σέ πείσμα τῶν ἑλληνικῶν παραδόσεων. Δέν ὑπάρχουν σύμβολα ἤ στοιχεῖα ταυτότητας. Ποῦ, –τέλος πάντων–, φθάνει ὁ ταξιδιώτης; Βρισκόμαστε σέ ἕνα δημόσιο χῶρο χωρίς ἀρχιτεκτονική καί ὕφος, μέ ἀποκλειστικά λειτουργικό καί διεθνιστικό χαρακτῆρα.
[xi] Ὡς "αὐθεντικό" ὁρίζεται ὅ,τι εἶναι συμβατό πρός τήν πολιτισμική ταυτότητα καί τήν παράδοση. Τό αὐθεντικό παρουσιάζεται ἔτσι ὡς ἀσύμβατο πρός τόν διατυμπανιζόμενο παγκόσμιο πολιτισμό καί τόν μαζικό πολιτισμό τῶν Μέσων Μαζικῆς Ἐνημέρωσης.
[xii] Τό φαινόμενο αὐτό χαρακτηρίζεται ἀπό τόν Ἔκο ὡς "ὑπερπραγματικότητα", ὅρος πού περιγράφει τήν ἀντίληψη τῶν μουσείων καί τῶν θεματικῶν πάρκων, ὅπου μία ψευδαίσθηση ἀπόλυτης πραγματικότητας δημιουργεῖται ἀπό ὁλογράμματα, προβολές καί πιστά ἀντίγραφα μεγάλων ἔργων τέχνης. Ἔτσι τό καθοριστικό χαρακτηριστικό τῆς ψυχαγωγίας, τῆς γνώσης καί τῆς διασκέδασης καταλήγει νά εἶναι τό ἀπόλυτα πλαστό, πλήν ὅμως ἀπόλυτα πραγματικό.
[xiii] Ὅπως ἀναλύεται στά βιβλία του: Symbolic Exchange and Death (1976) καί Simulacra and simulations (1981).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου